An Optimised Data Analysis for the Balb/c3T3 Cell Transformation Assay and its Application to Metal Compounds

2007 ◽  
Vol 20 (4) ◽  
pp. 673-684 ◽  
Author(s):  
J. Ponti ◽  
B. Munaro ◽  
M. Fischbach ◽  
S. Hoffmann ◽  
E. Sabbioni

The Balb/c3T3 cell transformation assay (CTA) is an available in vitro system to detect the carcinogenic potential of chemicals. Currently, the European Centre for the Validation of Alternative Methods (ECVAM) is validating this test, assessing its reliability and relevance. Its endpoint is the formation of type III foci, which is, when using clone A31-1-1, a very rare event that usually does not occur at all for negative controls. The carcinogenic potential of a compound tested is assessed by comparing the number of foci in treated and untreated cells. The objective of the present work is to optimise the data analysis for this endpoint by applying the most commonly used approach by a t-test and the Fisher's exact test as an alternative approach. For this purpose selected metal compounds classified as carcinogenic (NaAsO2, CdCl2 cisPt), as suspected carcinogenic (C6H5)4AsCl, CH3HgCl), or as compounds without evidence of carcinogenic properties in humans ((NH4)2PtCl6, NaVO3) as well as a non-carcinogenic (AgNO3) were analysed. Our evaluation revealed that the t-test approach, which assumes normality of data, is not appropriate. The results demonstrated that the statistical analysis by Fisher's exact test better reflects the data properties and greatly facilitates the interpretation of Balb/c3T3 CTA data regarding carcinogenic potential.

2013 ◽  
Author(s):  
Κωνσταντίνος Αλεξίου

Εισαγωγή: Η Χειρουργική Χηµειοπροφύλαξη, µε τη χορήγηση µίας δόσηςκατάλληλου αντιβιοτικού (κατά την είσοδο στην αναισθησία) είναι σηµαντική,γιατί εξασφαλίζει, κατά την διάρκεια των χειρουργικών χειρισµών ικανές στάθµεςαντιβιοτικού στους ιστούς, προφυλάσσοντας έτσι τον ασθενή από τη διασποράµικροβίων που, σε µεγάλη συγκέντρωση, µπορεί να προκαλέσουν λοίµωξη τουχειρουργικού πεδίου.Η Λοίµωξη του Χειρουργικού Πεδίου είναι η τρίτη πιο συχνή νοσοκοµειακήλοίµωξη σε ποσοστό 14%-16% όλων των νοσοκοµειακών λοιµώξεων σενοσηλευόµενους ασθενείς. Στους χειρουργικούς ασθενείς είναι η πιο συχνήνοσοκοµειακή λοίµωξη σε ποσοστό που αγγίζει το 38% όλων των λοιµώξεων. Ταπαραπάνω έχουν ως αποτέλεσµα την αύξηση της µετεγχειρητικής νοσηρότηταςκαι θνητότητας, την αύξηση των ηµερών αλλά και του κόστους νοσηλείας. Οισυστάσεις για την πρόληψη των λοιµώξεων του χειρουργικού πεδίου στηρίζονταισε καλά σχεδιασµένες επιστηµονικές µελέτες. Παρόλα αυτά, ο αριθµός τωνµελετών που καθιστούν έγκυρους τους παράγοντες κινδύνου και τα προληπτικάµέτρα είναι µεγάλος και συχνά µε αντικρουόµενα αποτελέσµατα. Ο όροςπαράγοντας κινδύνου στην παθοφυσιολογία και την πρόληψη των λοιµώξεων τουχειρουργικού πεδίου αναφέρεται σε µια µεταβλητή, η οποία έχει µια σηµαντικήανεξάρτητη συσχέτιση µε την ανάπτυξη λοίµωξης του χειρουργικού πεδίου µετάαπό µία συγκεκριµένη χειρουργική επέµβαση. Η διεθνής βιβλιογραφία παραθέτειτµηµατικά παράγοντες κινδύνου που αναγνωρίσθηκαν µε µονοπαραγοντικές καιπολυπαραγοντικές αναλύσεις.Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι:1. Nα εκτιµηθεί και να καταγραφεί η λοίµωξη του χειρουργικού πεδίου, σεπρογραµµατισµένες επεµβάσεις (δυνητικά µολυσµένες), του ανωτέρου καιτου κατωτέρου πεπτικού µετά από εφαρµογή προκαθορισµένων σχηµάτωνχηµειοπροφύλαξης.2. Να εκτιµηθούν και να αξιολογηθούν παράγοντες κινδύνου για λοίµωξη τουχειρουργικού πεδίου που έχουν σχέση µε:• τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ασθενών και• τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χειρουργικής επέµβασης 3. Να µελετηθούν πιθανοί παράγοντες που σχετίζονται µε τη λοίµωξη τουχειρουργικού πεδίου για τους οποίους δεν υπάρχουν δεδοµένα στη διεθνήβιβλιογραφίαΥλικό και Μέθοδος: Η µελέτη ήταν προοπτική και τυχαιοποιηµένη και διεξήχθηστην Α΄ Χειρουργική Κλινική του Σισµανογλείου Γενικού Νοσοκοµείου Αθηνών,από το Φεβρουάριο του 2002 έως το Φεβρουάριο του 2005. Το πρωτόκολλο τηςµελέτης εγκρίθηκε από το Επιστηµονικό Συµβούλιο του Νοσοκοµείου και ελήφθηέγγραφη συγκατάθεση από όλους τους ασθενείς που συµπεριλήφθησαν στηνµελέτη.Ασθενείς, οι οποίοι επρόκειτο να υποβληθούν σε προγραµµατισµένη επέµβασηστο ανώτερο ή κατώτερο πεπτικό σύστηµα, τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν µια ήτρείς δόσεις αντιµικροβιακού ως χηµειοπροφύλαξη. Η χορήγηση τηςχηµειοπροφύλαξης γινόταν κατά την είσοδο των ασθενών στην αναισθησία καιεντός 60 λεπτών προ της διενέργειας της χειρουργικής τοµής στο δέρµα.Επανάληψη της δόσης διεγχειρητικά γινόταν σε ασθενείς που η διάρκεια τηςεπεµβάσεως ήταν µεγαλύτερη από 3 ώρες ή/και είχαν απώλεια αίµατοςµεγαλύτερης των 300 ml. Στους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν τρείςδόσεις, η χορήγηση γινόταν ανά 8ωρο. Από τη µελέτη αποκλείστηκαν ασθενείςµε διάρκεια προεγχειρητικής νοσηλείας µεγαλύτερη ή ίση των 15 ηµερών,ασθενείς που χρειάστηκε να χειρουργηθούν επειγόντως λόγω απόφραξης,αιµορραγίας ή φλεγµονής του ανώτερου και κατώτερου πεπτικού συστήµατος καιασθενείς µε ενεργό λοίµωξη και χορήγηση αντιβιοτικών συστηµατικά. Για τοανώτερο πεπτικό χορηγήθηκε κεφουροξίµη (1,5gr) σε µια ή τρείς δόσειςαναλόγως τυχαιοποιήσεως. Για το κατώτερο πεπτικό χορηγήθηκε τικαρκιλλίνη-κλαβουλανικό (5,2gr) σε µια ή τρεις δόσεις αναλόγως τυχαιοποιήσεως. Σεπερίπτωση γνωστής και βεβαιωµένης αλλεργίας στις β-λακτάµες χορηγήθηκεεναλλακτικά αζτρεονάµη (2gr), η οποία, στην περίπτωση του κατώτερου πεπτικούσυνδυάστηκε µε µετρονιδαζόλη (1gr) και πάλι σε µια ή τρείς δόσεις αναλόγωςτυχαιοποιήσεως. Για κάθε ασθενή συµπληρώθηκε ειδικό έντυποπαρακολούθησης, στο οποίο καταγράφονταν επιδηµιολογικά στοιχεία, στοιχείαπου αφορούσαν στην επέµβαση, οι λοιµώξεις του εγχειρητικού πεδίου και ηµετεγχειρητική νοσηρότητα. Η παρακολούθηση των ασθενών γινόταν µεκαθηµερινές επισκέψεις στο θάλαµο νοσηλείας µέχρι το εξιτήριο καιολοκληρωνόταν σε 30 ηµέρες µετά τη χειρουργική επέµβαση µε τηλεφωνικήεπικοινωνία και επανεξέτασή τους στα τακτικά ιατρεία της Χειρουργικής Κλινικής. Στατιστική ανάλυση: Οι αριθµητικές µεταβλητές περιγράφονται ως µέσοι όροι±1 τυπική απόκλιση και οι κατηγορικές ως συχνότητα (ποσοστό %). Ηκανονικότητα των κατανοµών εκτιµήθηκε µε τον έλεγχο Kolmogorov – Smirnovκαι γραφικές µεθόδους. Συγκρίσεις µεταξύ ποιοτικών παραµέτρωνπραγµατοποιήθηκαν µε τους έλεγχους χ2 και Fisher’s Exact test. Συγκρίσειςµεταξύ ανεξαρτήτων συνεχών µεταβλητών πραγµατοποιήθηκαν µε τους ελέγχουςStudent;s unpaired t-test και Mann – Whitney’s U test, ως αρµόζει.Οι µελέτες λογιστικής παλινδρόµησης πραγµατοποιήθηκαν µε εισαγωγή στοµοντέλο βασικών γνωστών παραµέτρων. Η επιλογή αυτών έγινε είτε ιεραρχικά,είτε µε βαθµιαία ανάστροφη εισαγωγή, βάσει του λόγου µέγιστης πιθανοφάνειας.Όλοι οι πραγµατοποιηθέντες έλεγχοι ήταν διπλής διευθύνσεως. Ως επίπεδοστατιστικής σηµαντικότητας επιλέχθηκε α=0.05.Αποτελέσµατα: Στην παρούσα µελέτη το ποσοστό των λοιµώξεων τουχειρουργικού πεδίου ήταν 4,3% στο σύνολο των ασθενών που υποβλήθηκαν σεπρογραµµατισµένη επέµβαση στο ανώτερο και κατώτερο πεπτικό. Το ποσοστότων λοιµώξεων του χειρουργικού πεδίου για τις επεµβάσεις, στο ανώτερο πεπτικόήταν 2,2% και για τις επεµβάσεις στο κατώτερο πεπτικό ήταν 9,3%. ∆ιεθνώς, ταποσοστά λοιµώξεων του χειρουργικού πεδίου κυµάνονται από 2,8%-12,3% και4,3%- 11,6% για προγραµµατισµένες επεµβάσεις στο ανώτερο και κατώτεροπεπτικό, αντίστοιχα.Οι ασθενείς που παρουσίασαν µετεγχειρητική λοίµωξη χειρουργικού πεδίου είχανστατιστικώς σηµαντικά µεγαλύτερη ηλικία (p<0.001), διάρκεια προεγχειρητικήςνοσηλείας (p<0.001), περισσότερους επιβαρυντικούς παράγοντες (p=0.003),δέχθηκαν µεγαλύτερο αριθµό µεταγγίσεων (p<0.001) και είχαν µεγαλύτερηχρονική διάρκεια εγχειρήσεως (p<0.001).Από τα πολυπαραγοντικά µοντέλα που υλοποιήθηκαν για τη διερεύνηση τηςδιαφοράς στα ποσοστά λοιµώξεων χειρουργικού πεδίου, που παρατηρήθηκεµεταξύ των υποοµάδων των ασθενών που έλαβαν µία ή 3 δόσεις αντιβιοτικούσκευάσµατος, προέκυψε ότι οι επεµβάσεις στο κατώτερο πεπτικό παρουσίασανστατιστικώς σηµαντικά συχνότερα λοίµωξη χειρουργικού πεδίου (p<0.001).Συγκεκριµένα, ο σχετικός κίνδυνος λοίµωξης χειρουργικού πεδίου για τιςεπεµβάσεις του ανώτερου πεπτικού είναι τέσσερεις φορές µικρότερος (RR: 0.237,95% CI: 0.115-0.485). Από τη σύγκριση των δύο οµάδων που έλαβαν χηµειοπροφύλαξη σεπρογραµµατισµένες επεµβάσεις κοιλίας για το ανώτερο και κατώτερο πεπτικού καιτυχαιοποιήθηκαν να λάβουν µία έναντι τριών δόσεων, δεν εµφανίστηκεστατιστικώς σηµαντική επίδραση του αριθµού των δόσεων αντιβίωσης στηµετεγχειρητική λοίµωξη του χειρουργικού πεδίου, κατόπιν κανονικοποίησης γιαεπιβαρυντικούς παράγοντες, συννοσηρότητες και τον τύπο της επεµβάσεως.Συµπεράσµατα:• Σε όλα τα πολυπαραγοντικά πρότυπα που δοµήθηκαν είτε µε ιεραρχικήεπιλογή των παραµέτρων, είτε µε αυτόµατη επιλογή των παραµέτρων µευπολογισµό της µέγιστης πιθανοφάνειας του προτύπου, δεν εµφανίστηκεστατιστικώς σηµαντική επίδραση του αριθµού των δόσεων αντιβίοσης στηµετεγχειρητική λοίµωξη του χειρουργικού πεδίου.• Από τη δόµηση προτύπου λογιστικής παλινδρόµησης για να εξεταστεί τοκατά πόσον µπορεί να προβλεφθεί η ύπαρξη ή όχι λοίµωξης χειρουργικούπεδίου στους συµµετέχοντες στη µελέτη καθώς και να εντοπιστούνστατιστικώς σηµαντικοί προγνωστικοί παράγοντες προέκυψε έναΠολυπαραγοντικό Προγνωστικό Πρότυπο Λογιστικής Παλινδρόµησης πουδύναται να προβλέψει στατιστικώς σηµαντικά την ύπαρξη ή όχι λοίµωξηςχειρουργικού πεδίου στους συµµετέχοντες µε 85,7% ευαισθησία και 88,2%ειδικότητα (Nagelkerke R2: 0.55, χ2: 91.3,05, p<10-12). Το συγκεκριµένοπρότυπο επέδειξε πολύ καλή ικανότητα γενίκευσης στο σύνολο ελέγχουτων αγνώστων περιπτώσεων µε ευαισθησία 85,5% και ειδικότητα 85,7%.


Author(s):  
Donald L. J. Quicke ◽  
Buntika A. Butcher ◽  
Rachel A. Kruft Welton

Abstract There are a number of statistical tests that are frequently used, even by non-specialists. This chapter will cover tests such as Chi-squared, Fisher's exact test, Mann-Whitney U and several variations of the Student's t-test, amongst others.


2014 ◽  
Author(s):  
Μαρουδιά Κρίνη

Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει την κατανομή των HLA-DRB1, DQA1 και DQB1 αλληλομόρφων γονιδίων, των απλοτύπων και γονοτύπων στον ελληνικό παιδιατρικό πληθυσμό με κοιλιοκάκη, σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες, και να αξιολογήσει την επίδραση των HLA τάξης ΙΙ γονιδίων στην επιδεκτικότητα της νόσου. Παράλληλα, αναζητήθηκαν συσχετίσεις του HLA-γενετικού υποστρώματος των ασθενών με τα κλινικά, επιδημιολογικά, ορολογικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά της νόσου.Μελετήθηκαν 118 παιδιά με κοιλιοκάκη ελληνικής καταγωγής. Oι συμπτωματικοί ασθενείς ταξινομήθηκαν σε 3 ομάδες ως εξής: ομάδα Α = DQB1*02 ομοζυγώτες, ομάδα Β = DQB1*02 ετεροζυγώτες και ομάδα Γ = DQB1*02 αρνητικοί ασθενείς. Ως ομάδα ελέγχου, για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της HLA τυποποίησης των ασθενών, χρησίμευσε η HLA τυποποίηση 120 υγιών ατόμων, δοτών αίματος και μυελού των οστών, μη συγγενών μεταξύ τους, ελληνικής καταγωγής και εθνικότητας. Η γονιδιακή HLA τυποποίηση πραγματοποιήθηκε με τις μεθόδους PCR-SSP και PCR-SSO. Η στατιστική ανάλυση περιελάμβανε τα Pearson’s Chi-Square test, Fisher’s exact test, Student’s t-test, Mann-Whitney και Kruskal-Wallis test. Ο βαθμός τη σχέσης ελέγχθηκε με ακριβή λογιστική παλινδρόμηση (exact logistic regression) και παρουσιάστηκε ως λόγος σχετικών πιθανοτήτων (odds ratios, OR). Tα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά αυξημένη συχνότητα των HLA-DQB1*02:01, DQB1*02:02, DQA1*02:01, DQA1*05:01, DRB1*03 και DRB1*07 και στατιστικά μειωμένη συχνότητα των HLA-DQB1*03:01, DQB1*05:01, DQB1*05:02, DQA1*01:01, DQA1*01:02, DQA1*01:04, DQA1*05:05, DRB1*01 και DRB1*16 στους ασθενείς σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες. Σε επίπεδο απλοτύπων, ο κύριος συσχετιζόμενος με την κοιλιοκάκη απλότυπος ήταν ο DR3-DQ2 και ακολούθησε ο DR7-DQ2. Το 95,8% των ασθενών με κοιλιοκάκη εκφράζει το DQ2 ή/και το DQ8 μόριο. Μόνο ένας στους 118 ασθενείς, που αντιστοιχεί σε πιθανότητα 0,8%, δεν εκφράζει κανένα από τα συσχετιζόμενα με την κοιλιοκάκη αλλήλια και είναι DQ2/DQ8/DQA1*05/DQB1*02 - αρνητικός. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν μια στατιστικά σημαντική διαφορά στον τίτλο των ΕΜΑ αντισωμάτων μεταξύ των ομάδων Α και Γ. Αναλυτικά, οι τίτλοι των ΕΜΑ αντισωμάτων είναι σημαντικά υψηλότεροι στους HLA-DQB1*02 ομοζυγώτες σε σχέση με τους HLA-DQB1*02 αρνητικούς ασθενείς, γεγονός που πιθανόν να αντανακλά μια HLA-DQB1*02 δοσοεξαρτώμενη επίδραση στον τίτλο των ΕΜΑ αντισωμάτων.Συμπερασματικά, η παρούσα διατριβή περιγράφει για πρώτη φορά στον ελληνικό παιδιατρικό πληθυσμό τη συχνότητα εμφάνισης των HLA τάξης ΙΙ αλληλομόρφων γονιδίων, απλοτύπων και γονοτύπων, και επιβεβαιώνει τη συμβολή των HLA τάξης ΙΙ γονιδίων στη γενετική προδιάθεση της νόσου. Επιπλέον, παρέχει στοιχεία που υποδηλώνουν μια πιθανή HLΑ-DQB1*02 δοσοεξαρτώμενη επίδραση στον τίτλο των ΕΜΑ αντισωμάτων.


2007 ◽  
Vol 73 (11) ◽  
pp. 1117-1121 ◽  
Author(s):  
Om P. Sharma ◽  
Michael F. Oswanski ◽  
Daniel Singer ◽  
Brooke Buckley ◽  
Beth Courtright ◽  
...  

Tracheostomy is associated with increased aspiration rates, and swallowing disorders have not been well-studied in trauma patients with tracheostomy. Swallowing evaluations were conducted in 224 patients (102 trauma and 122 nontrauma patients). Half of the patients in each group had tracheostomies. Bedside swallow studies were conducted in 40 patients, videofluoroscopy swallow studies in 100 patients, and both studies in 84 patients. χ2, Fisher's exact test, Cramer's V, and descriptive statistics were used for data analysis. Aspiration occurred in 35 per cent (36 of 102) of trauma patients with or without tracheostomy and in 36 per cent (22 of 61) of nontrauma patients with tracheostomy. Aspiration with and without penetration was observed in 54 per cent of trauma patients (55% with tracheostomy) compared with 67 per cent of all nontrauma patients (61% with tracheostomy). Trauma patients with head injuries exhibited 41 per cent (26 of 63) aspiration and 68 per cent (43 of 63) dysphagia compared with 26 per cent (10 of 39) and 59 per cent (23 of 39) in trauma patients with other injuries. There was a lower incidence of dysphagia in trauma patients (65% versus 81% in nontrauma) and in patients with tracheostomy (71% versus 77% without tracheostomy). Tracheostomy was not associated with increased dysphagia or aspiration.


2019 ◽  
Vol 2019 ◽  
pp. 1-4 ◽  
Author(s):  
Maciej Czepita ◽  
Damian Czepita ◽  
Krzysztof Safranow

Purpose. The aim of the paper was to study the role of gender in the progression of myopia among Polish schoolchildren. Materials and Methods. 4875 children from elementary schools and high schools were examined (2470 boys, aged 6–16 years, mean age 11.0, SD = 2.6 and 2405 girls, aged 6–16 years, mean age 11.1, SD = 2.6). The examined students were Caucasian and resided in and around Szczecin, Poland. The examination included retinoscopy under cycloplegia. The refractive error readings were reported as spherical equivalent (SE). Myopia was defined as SE of at least −0.5 D. Data analysis was performed using the Mann–Whitney U test and 2-sided Fisher’s exact test. p values of less than 0.05 were considered statistically significant. Results. It was found that the SE among Polish boys is similar to the SE among Polish girls before the age of 9 years. However, in older children, lower SE values and higher prevalence of myopia were found among girls than boys, both at 9–13 years range (0.45 ± 1.05 vs 0.55 ± 1.23 D, p=0.047 and 8.30% vs 5.71%, p=0.015, respectively) and at 13–16 years range (0.32 ± 1.14 vs 0.54 ± 1.08 D,  p=0.0093 and 10.37% vs 5.96%, p=0.0050), respectively. Conclusions. Gender is associated with the prevalence of myopia among Polish schoolchildren ranging from 9 to 16 years of age.


2013 ◽  
Author(s):  
Ελένη Λεζέ

Εισαγωγή: Η Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση ή PreimplantationGenetic Diagnosis (PGD) αποτελεί ιδιαίτερα χρήσιμη μέθοδο που συνδυάζει την εξωσωματική γονιμοποίηση και τον γενετικό έλεγχο του εμβρύου, πριν τη μεταφορά στη μήτρα, με σκοπό τη γέννηση υγιούς παιδιού. Η ίδια η φύση της μεθόδου με την διενέργεια μικροεπεμβατικών χειρισμών στα πρώιμα στάδια του αναπτυσσόμενου εμβρύου είχε εγείρει, παλαιότερα, σοβαρά ερωτήματα ως προς την ασφάλειά της σχετικά με την φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών που γεννιούνται. Οι μέχρι τώρα όμως μελέτες δεν αναδεικύουν αυξημένο κίνδυνο συγγενών γενετικών ανωμαλιών ή ψυχοκινητικής υστέρησης. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη, στη χώρα μας, των συγγενών ανωμαλιών και της ψυχοκινητικής ανάπτυξης των παιδιών που γεννιούνται μετά από PGD,καθώς και του άγχος των γονέων τους.Πληθυσμός μελέτης - Μέθοδος: Στην παρούσα μελέτη 53 παιδιά (26 θήλεα και 27 άρρενα) που γεννήθηκαν από 39 κυήσεις PGD και οι 78 γονείς των παιδιών αυτών (39 ζευγάρια) που είναι φορείς μονογονιδιακού νοσήματος αποτέλεσαν τον πληθυσμό μελέτης. Περιελήφθησαν παιδιά τόσο από μονήρεις όσο και από πολύδυμες κυήσεις με PGD. Η κλινική γενετική και αναπτυξιολογική εξέταση των 51 παιδιών που επέζησαν της περιγεννητικής περιόδου διενεργήθηκε στην ηλικία των 6 μηνών έως 8 ετών, με την παράλληλη χρήση ερωτηματολογίων και των κλιμάκων ανάπτυξης Bayley, Griffiths. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων έγινε με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία. Από τους 78 γονείς των παιδιών PGD στην μελέτη αξιολόγησης του γονεϊκού άγχους συμμετείχαν οι 49. Την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 52 γονείς παιδιών με φυσική σύλληψη, οι οποίοι επιλέχθηκαν από το γενικό πληθυσμό. Για τη μελέτη του γονεϊκού άγχους χρησιμοποιήθηκε το Parental Stress Index-Short Form (PSI-SF),προσαρμοσμένο στον ελληνικό πληθυσμό. Η στατιστική ανάλυση όλων των δεδομένων έγινε με τη χρήση των Χ 2, Fisher’s exact test, Student’s t-test, Ανάλυση Διακύμανσης (Analysis of Variance-ANOVA), Man- Whitney και τωνKruskal-Wallis καθώς και με ανάλυση πολλαπλής λογαριθμιστικήςπαλινδρόμησης.Αποτελέσματα: Διαπιστώθηκε αυξημένη συχνότητα προωρότητας (31,6%),πολυδυμίας (28,2%) και καισαρικών τομών (87%). Σημαντικό ποσοστό (29,4%)των παιδιών που γεννήθηκαν μετά από προεμφυτευτική γενετική διάγνωση είχαν χαμηλό βάρος γέννησης (≤2500gr) ενώ το 10% γεννήθηκαν με πολύ χαμηλό βάρος (≤1500gr). Ένα μη αναμενόμενο εύρημα, που δεν αναφέρεται στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία, ήταν η μεγαλύτερη επίπτωση των περιγεννητικών επιπλοκών στο θήλυ φύλο.Το 15.7% των παιδιών που γεννήθηκαν μετά από PGD παρουσίασαν τουλάχιστον μία μείζονα συγγενή ανωμαλία, με συνηθέστερη την μακροκεφαλία ενώ οι άλλες μείζονες αφορούσαν στον εγκέφαλο/κρανίο, σκελετικό, πεπτικό,ουροποιογεννητικό και καρδιαγγειακό σύστημα. Το 72.6% είχαν κάποια ελάσσονα συγγενή ανωμαλία. Στατιστικά σημαντική ήταν η συσχέτιση του άρρενος φύλου με την εμφάνιση μειζόνων συγγενών ανωμαλιών, Ρ=0,05(9/πλάσιος σχεδόν κίνδυνος εμφάνισης σε σχέση με τα θήλεα, C.I. 0,96-82,94). Το εύρημα αυτό προέκυψε τόσο κατά τη μονοπαραγοντική όσο και κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση ως προς το βάρος γέννησης και των αριθμό των μεταφερόμενων εμβρύων. Αντιθέτως, δεν διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση των μειζόνων ανωμαλιών με τον αριθμό των μεταφερόμενων εμβρύων, τις επιπλοκές της κύησης, το χαμηλό βάρος γέννησης (≤10η ΕΘ), την προωρότητα και την πολυδυμία. Η αναπτυξιολογική εξέταση έδειξε ότι η πλειονότητα των παιδιών είχε φυσιολογική τιμή για το Κινητικό (67,5%), το Νοητικό (80,5%) και το Γενικό Αναπτυξιακό Πηλίκο (74,6%). Ωστόσο, το ποσοστό σοβαρής υστέρησης ήταν 3%για το Γενικό Πηλίκο, 5,9% για το Νοητικό Πηλίκο και 6,5% για το Κινητικό Πηλίκο. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την ήπια υστέρηση ήταν 11,7%, 8,7% και 17,3%, αποτελέσματα που διαφοροποιούνται από τη διεθνή βιβλιογραφία.Οι γονείς των παιδιών PGD βρέθηκε όχι μόνο να έχουν στην πλειονότητά τους (71,1%) άγχος εντός του φυσιολογικού αλλά και να αντιμετωπίζουν λιγότερο συχνά υψηλά επίπεδα ψυχολογικής φόρτισης σχετικά με το γονεϊκό τους ρόλο (2,6% έναντι 17,3% της ομάδας μαρτύρων). Μολονότι, η στατιστική σημαντικότητα του παραπάνω ευρήματος είναι οριακή (P=0,065), αντίστοιχες μελέτες έχουν επίσης καταλήξει ότι οι γονείς παιδιών PGD δεν βιώνουν αυξημένα επίπεδα άγχους ως προς το ρόλο τους.Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη, πρώτη στην Ελλάδα και τρίτη παγκοσμίως, αφορά συγχρόνως στην κλινική γενετική και αναπτυξιολογική εκτίμηση παιδιών που γεννήθηκαν μετά από PGD καθώς και του άγχους των γονέων τους. Η μελέτη ανέδειξε ότι στην πλειονότητά τους τα παιδιά από PGDκυήσεις φαίνονται να έχουν φυσιολογική ψυχοσωματική ανάπτυξη και οι γονείς τους να μην επιβαρύνονται ψυχολογικά ως προς το ρόλο τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μελέτης είναι η εξ ολοκλήρου κλινική εξέταση των παιδιών και η συμπερίληψη παιδιών τόσο από μονήρεις όσο και από πολύδυμες PGDκυήσεις. Παρά τα ευοίωνα αποτελέσματα των μέχρι τώρα μελετών ως προς την ασφάλεια της μεθόδου PGD στο σύνολο της υγείας των παιδιών που γεννιούνται,η μελέτη αυτή καταδεικνύει την σπουδαιότητα προοπτικών κυρίως μελετών σε παιδιά από μονήρεις και πολύδυμες PGD κυήσεις, σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο.


2008 ◽  
Vol 23 (1) ◽  
pp. 15-19 ◽  
Author(s):  
Justin Elfred Lan B. Paber ◽  
Michael Salvador D. Cabato ◽  
Romeo L. Villarta ◽  
Josefino G. Hernandez

Objective: The objective of the study was to describe the distribution of Keros classification among Filipinos. Methods: Study Design: Retrospective review of consecutive paranasal sinus computed tomography (PNS CT) scans. Setting and Participants: One hundred and twenty-eight consecutive PNS CT scans done at the Philippine General Hospital done from January 2006 to August 2007 were reviewed; 109 PNS CT scans were included in the study. The bilateral heights of the lateral lamellae of the cribriform plate were obtained, independently coded, and classified according to Keros classification. Results: The mean height of the lateral lamella among Filipinos was 2.21mm. One hundred sixty five cases (81.6%) were classified as Keros I. Fifty two cases (17.9%) were classified as Keros II and one (0.5%) case was classified as Keros III. There was no significant difference in the height of the lateral lamella (t-test: p=0.77, CI 95%) and the distribution of Keros classification (Fisher’s Exact test: p = 0.78) among younger (1-14 year) and older (>14 year) Filipino age groups. There was significant difference in the height (t-test: p=0.05, CI 95%) and the distribution of Keros classification (Fishers Exact Test: p=0.01) between Filipino females and males. There was no significant difference in the height of the bilateral lateral lamellae among Filipinos (paired t-test: p=0.51, CI 95%). There was no significant difference in the distribution of Keros classification (Fisher’s Exact Test: p=0.48) between the right and left lateral lamella.   Conclusions: In over 80% of the time Filipinos are classified as Keros I. Risk of inadvertent intracranial entry thru the lateral lamella among Filipinos is less compared to populations with majority of cases classified as Keros II or III.   Keywords: Keros classification, Filipino, Paranasal Sinus, PNS-CT, Ethmoid roof, Ethmoid anatomy    


2014 ◽  
Author(s):  
Γεώργιος Μιχαλόπουλος

ΕισαγωγήΤα πτητικά αναισθητικά και κυρίως το αλοθάνιο, έχουν ενοχοποιηθεί για τη πρόκληση φαρμακευτικά επαγόμενης ηπατικής βλάβης (drug-induced liver injury, DILI). Ως κυριότερος υπεύθυνος μηχανισμός θεωρείται μία αντίδραση υπερευαισθησίας οφειλόμενη στη παραγωγή συμπλόκων μεταξύ του τριφθοροοξικού χλωριδίου και εγγενών πρωτεϊνών κατά τη διάρκεια μεταβολισμού των πτητικών αναισθητικών μέσω του κυττοχρώματος P4502E1 (CYP2E1). Οι πρωτεΐνες αυτές δρουν ως νεοαντιγόνα οδηγώντας στη παραγωγή αυτοαντισωμάτων έναντι του ηπατικού ιστού. Το πτητικό αναισθητικό δεσφλουράνιο παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό μεταβολισμού μέσω του CYP2E1, έχουν όμως αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις ηπατοτοξικότητας μετά από έκθεση σε αυτό. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής παραγωγής ή μεταβολής των επιπέδων των CYP2E1 IgG4 αυτοαντισωμάτων σε συνδυασμό με άλλους βιοχημικούς δείκτες της ηπατικής λειτουργίας, σε ασθενείς που έλαβαν γενική αναισθησία με δεσφλουράνιο.ΜέθοδοςΜελετήθηκαν 40 ενήλικες ασθενείς που έλαβαν γενική αναισθησία με δεσφλουράνιο για την επιτέλεση προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης. Προεγχειρητικά καθώς και 96 ώρες μετεγχειρητικά, έγιναν μετρήσεις της alpha-glutathione-S-transferase (aGST) και των αντισωμάτων CYP2E1 IgG4, καθώς επίσης και μετρήσεις των παρακάτω: γενική αίματος, χρόνος προθρομβίνης (ΡΤ), χρόνος ενεργοποιημένης μερικής. θρομβοπλαστίνης (aPTT), διεθνής ομαλοποιημένη αναλογία (INR) ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST), αλανινική αμινοτρανσφεράση (ALT), γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση (γ-GT), αλκαλική φωσφατάση (ALP), ολικές πρωτεΐνες ορού, λευκωματίνη και χολερυθρίνη (άμεση/έμμεση). Οκτώ ασθενείς οι οποίοι έλαβαν περιοχική αναισθησία για προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση μελετήθηκαν επίσης ως προς τις ίδιες παραμέτρους με στόχο τη βαθμονόμηση της μεθοδολογίας. Εφαρμόσθηκαν οι δοκιμασίες Student’s t test, Mann-Whitney U test και Fisher’s exact test αμφίδρομα για τη σύγκριση των μεταβλητών, με επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας p<05.ΑποτελέσματαΔεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά σε καμία από τις βασικές δοκιμασίες της ηπατικής λειτουργίας (SGOT, SGPT, γGT, χολερυθρίνης, INR), καθώς και στα επίπεδα της aGST και των CYP2E1 IgG4 πριν και μετά την έκθεση στο δεσφλουράνιο. Μετά από το διαχωρισμό των ασθενών σε δύο υποομάδες, ανάλογα με την προηγηθείσα ή μη έκθεση σε γενική αναισθησία, επίσης δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στις διάμεσες τιμές των επιπέδων CYP2E1 πριν και 96 ώρες μετά την αναισθησία (p=0,099 και p=0,051 αντίστοιχα). Επίσης, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά όσον αφορά τις τιμές της aGST μεταξύ των δύο υποομάδων (p>0,1). Κανένας από τους ασθενείς της μελέτης δεν παρουσίασε κλινικές ή εργαστηριακές εκδηλώσεις ηπατοτοξικότητας,ΣυμπέρασμαΔεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά ως προς τα επίπεδα CYP2E1 ΙgG4 και aGST μετά την έκθεση στο δεσφλουράνιο. Απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση του ρόλου των CYP2E1 IgG4 στη παθογένεια της πρόκλησης φαρμακευτικά επαγόμενης ηπατικής βλάβης από αλογονωμένα πτητικά αναισθητικά, ιδιαίτερα σε ασθενείς με πολλαπλή έκθεση σε αυτά.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document