Commonly used measures and statistical tests.

Author(s):  
Donald L. J. Quicke ◽  
Buntika A. Butcher ◽  
Rachel A. Kruft Welton

Abstract There are a number of statistical tests that are frequently used, even by non-specialists. This chapter will cover tests such as Chi-squared, Fisher's exact test, Mann-Whitney U and several variations of the Student's t-test, amongst others.

2014 ◽  
Author(s):  
Μαρουδιά Κρίνη

Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει την κατανομή των HLA-DRB1, DQA1 και DQB1 αλληλομόρφων γονιδίων, των απλοτύπων και γονοτύπων στον ελληνικό παιδιατρικό πληθυσμό με κοιλιοκάκη, σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες, και να αξιολογήσει την επίδραση των HLA τάξης ΙΙ γονιδίων στην επιδεκτικότητα της νόσου. Παράλληλα, αναζητήθηκαν συσχετίσεις του HLA-γενετικού υποστρώματος των ασθενών με τα κλινικά, επιδημιολογικά, ορολογικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά της νόσου.Μελετήθηκαν 118 παιδιά με κοιλιοκάκη ελληνικής καταγωγής. Oι συμπτωματικοί ασθενείς ταξινομήθηκαν σε 3 ομάδες ως εξής: ομάδα Α = DQB1*02 ομοζυγώτες, ομάδα Β = DQB1*02 ετεροζυγώτες και ομάδα Γ = DQB1*02 αρνητικοί ασθενείς. Ως ομάδα ελέγχου, για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της HLA τυποποίησης των ασθενών, χρησίμευσε η HLA τυποποίηση 120 υγιών ατόμων, δοτών αίματος και μυελού των οστών, μη συγγενών μεταξύ τους, ελληνικής καταγωγής και εθνικότητας. Η γονιδιακή HLA τυποποίηση πραγματοποιήθηκε με τις μεθόδους PCR-SSP και PCR-SSO. Η στατιστική ανάλυση περιελάμβανε τα Pearson’s Chi-Square test, Fisher’s exact test, Student’s t-test, Mann-Whitney και Kruskal-Wallis test. Ο βαθμός τη σχέσης ελέγχθηκε με ακριβή λογιστική παλινδρόμηση (exact logistic regression) και παρουσιάστηκε ως λόγος σχετικών πιθανοτήτων (odds ratios, OR). Tα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά αυξημένη συχνότητα των HLA-DQB1*02:01, DQB1*02:02, DQA1*02:01, DQA1*05:01, DRB1*03 και DRB1*07 και στατιστικά μειωμένη συχνότητα των HLA-DQB1*03:01, DQB1*05:01, DQB1*05:02, DQA1*01:01, DQA1*01:02, DQA1*01:04, DQA1*05:05, DRB1*01 και DRB1*16 στους ασθενείς σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες. Σε επίπεδο απλοτύπων, ο κύριος συσχετιζόμενος με την κοιλιοκάκη απλότυπος ήταν ο DR3-DQ2 και ακολούθησε ο DR7-DQ2. Το 95,8% των ασθενών με κοιλιοκάκη εκφράζει το DQ2 ή/και το DQ8 μόριο. Μόνο ένας στους 118 ασθενείς, που αντιστοιχεί σε πιθανότητα 0,8%, δεν εκφράζει κανένα από τα συσχετιζόμενα με την κοιλιοκάκη αλλήλια και είναι DQ2/DQ8/DQA1*05/DQB1*02 - αρνητικός. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν μια στατιστικά σημαντική διαφορά στον τίτλο των ΕΜΑ αντισωμάτων μεταξύ των ομάδων Α και Γ. Αναλυτικά, οι τίτλοι των ΕΜΑ αντισωμάτων είναι σημαντικά υψηλότεροι στους HLA-DQB1*02 ομοζυγώτες σε σχέση με τους HLA-DQB1*02 αρνητικούς ασθενείς, γεγονός που πιθανόν να αντανακλά μια HLA-DQB1*02 δοσοεξαρτώμενη επίδραση στον τίτλο των ΕΜΑ αντισωμάτων.Συμπερασματικά, η παρούσα διατριβή περιγράφει για πρώτη φορά στον ελληνικό παιδιατρικό πληθυσμό τη συχνότητα εμφάνισης των HLA τάξης ΙΙ αλληλομόρφων γονιδίων, απλοτύπων και γονοτύπων, και επιβεβαιώνει τη συμβολή των HLA τάξης ΙΙ γονιδίων στη γενετική προδιάθεση της νόσου. Επιπλέον, παρέχει στοιχεία που υποδηλώνουν μια πιθανή HLΑ-DQB1*02 δοσοεξαρτώμενη επίδραση στον τίτλο των ΕΜΑ αντισωμάτων.


2013 ◽  
Author(s):  
Ελένη Λεζέ

Εισαγωγή: Η Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση ή PreimplantationGenetic Diagnosis (PGD) αποτελεί ιδιαίτερα χρήσιμη μέθοδο που συνδυάζει την εξωσωματική γονιμοποίηση και τον γενετικό έλεγχο του εμβρύου, πριν τη μεταφορά στη μήτρα, με σκοπό τη γέννηση υγιούς παιδιού. Η ίδια η φύση της μεθόδου με την διενέργεια μικροεπεμβατικών χειρισμών στα πρώιμα στάδια του αναπτυσσόμενου εμβρύου είχε εγείρει, παλαιότερα, σοβαρά ερωτήματα ως προς την ασφάλειά της σχετικά με την φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών που γεννιούνται. Οι μέχρι τώρα όμως μελέτες δεν αναδεικύουν αυξημένο κίνδυνο συγγενών γενετικών ανωμαλιών ή ψυχοκινητικής υστέρησης. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη, στη χώρα μας, των συγγενών ανωμαλιών και της ψυχοκινητικής ανάπτυξης των παιδιών που γεννιούνται μετά από PGD,καθώς και του άγχος των γονέων τους.Πληθυσμός μελέτης - Μέθοδος: Στην παρούσα μελέτη 53 παιδιά (26 θήλεα και 27 άρρενα) που γεννήθηκαν από 39 κυήσεις PGD και οι 78 γονείς των παιδιών αυτών (39 ζευγάρια) που είναι φορείς μονογονιδιακού νοσήματος αποτέλεσαν τον πληθυσμό μελέτης. Περιελήφθησαν παιδιά τόσο από μονήρεις όσο και από πολύδυμες κυήσεις με PGD. Η κλινική γενετική και αναπτυξιολογική εξέταση των 51 παιδιών που επέζησαν της περιγεννητικής περιόδου διενεργήθηκε στην ηλικία των 6 μηνών έως 8 ετών, με την παράλληλη χρήση ερωτηματολογίων και των κλιμάκων ανάπτυξης Bayley, Griffiths. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων έγινε με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία. Από τους 78 γονείς των παιδιών PGD στην μελέτη αξιολόγησης του γονεϊκού άγχους συμμετείχαν οι 49. Την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 52 γονείς παιδιών με φυσική σύλληψη, οι οποίοι επιλέχθηκαν από το γενικό πληθυσμό. Για τη μελέτη του γονεϊκού άγχους χρησιμοποιήθηκε το Parental Stress Index-Short Form (PSI-SF),προσαρμοσμένο στον ελληνικό πληθυσμό. Η στατιστική ανάλυση όλων των δεδομένων έγινε με τη χρήση των Χ 2, Fisher’s exact test, Student’s t-test, Ανάλυση Διακύμανσης (Analysis of Variance-ANOVA), Man- Whitney και τωνKruskal-Wallis καθώς και με ανάλυση πολλαπλής λογαριθμιστικήςπαλινδρόμησης.Αποτελέσματα: Διαπιστώθηκε αυξημένη συχνότητα προωρότητας (31,6%),πολυδυμίας (28,2%) και καισαρικών τομών (87%). Σημαντικό ποσοστό (29,4%)των παιδιών που γεννήθηκαν μετά από προεμφυτευτική γενετική διάγνωση είχαν χαμηλό βάρος γέννησης (≤2500gr) ενώ το 10% γεννήθηκαν με πολύ χαμηλό βάρος (≤1500gr). Ένα μη αναμενόμενο εύρημα, που δεν αναφέρεται στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία, ήταν η μεγαλύτερη επίπτωση των περιγεννητικών επιπλοκών στο θήλυ φύλο.Το 15.7% των παιδιών που γεννήθηκαν μετά από PGD παρουσίασαν τουλάχιστον μία μείζονα συγγενή ανωμαλία, με συνηθέστερη την μακροκεφαλία ενώ οι άλλες μείζονες αφορούσαν στον εγκέφαλο/κρανίο, σκελετικό, πεπτικό,ουροποιογεννητικό και καρδιαγγειακό σύστημα. Το 72.6% είχαν κάποια ελάσσονα συγγενή ανωμαλία. Στατιστικά σημαντική ήταν η συσχέτιση του άρρενος φύλου με την εμφάνιση μειζόνων συγγενών ανωμαλιών, Ρ=0,05(9/πλάσιος σχεδόν κίνδυνος εμφάνισης σε σχέση με τα θήλεα, C.I. 0,96-82,94). Το εύρημα αυτό προέκυψε τόσο κατά τη μονοπαραγοντική όσο και κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση ως προς το βάρος γέννησης και των αριθμό των μεταφερόμενων εμβρύων. Αντιθέτως, δεν διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση των μειζόνων ανωμαλιών με τον αριθμό των μεταφερόμενων εμβρύων, τις επιπλοκές της κύησης, το χαμηλό βάρος γέννησης (≤10η ΕΘ), την προωρότητα και την πολυδυμία. Η αναπτυξιολογική εξέταση έδειξε ότι η πλειονότητα των παιδιών είχε φυσιολογική τιμή για το Κινητικό (67,5%), το Νοητικό (80,5%) και το Γενικό Αναπτυξιακό Πηλίκο (74,6%). Ωστόσο, το ποσοστό σοβαρής υστέρησης ήταν 3%για το Γενικό Πηλίκο, 5,9% για το Νοητικό Πηλίκο και 6,5% για το Κινητικό Πηλίκο. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την ήπια υστέρηση ήταν 11,7%, 8,7% και 17,3%, αποτελέσματα που διαφοροποιούνται από τη διεθνή βιβλιογραφία.Οι γονείς των παιδιών PGD βρέθηκε όχι μόνο να έχουν στην πλειονότητά τους (71,1%) άγχος εντός του φυσιολογικού αλλά και να αντιμετωπίζουν λιγότερο συχνά υψηλά επίπεδα ψυχολογικής φόρτισης σχετικά με το γονεϊκό τους ρόλο (2,6% έναντι 17,3% της ομάδας μαρτύρων). Μολονότι, η στατιστική σημαντικότητα του παραπάνω ευρήματος είναι οριακή (P=0,065), αντίστοιχες μελέτες έχουν επίσης καταλήξει ότι οι γονείς παιδιών PGD δεν βιώνουν αυξημένα επίπεδα άγχους ως προς το ρόλο τους.Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη, πρώτη στην Ελλάδα και τρίτη παγκοσμίως, αφορά συγχρόνως στην κλινική γενετική και αναπτυξιολογική εκτίμηση παιδιών που γεννήθηκαν μετά από PGD καθώς και του άγχους των γονέων τους. Η μελέτη ανέδειξε ότι στην πλειονότητά τους τα παιδιά από PGDκυήσεις φαίνονται να έχουν φυσιολογική ψυχοσωματική ανάπτυξη και οι γονείς τους να μην επιβαρύνονται ψυχολογικά ως προς το ρόλο τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μελέτης είναι η εξ ολοκλήρου κλινική εξέταση των παιδιών και η συμπερίληψη παιδιών τόσο από μονήρεις όσο και από πολύδυμες PGDκυήσεις. Παρά τα ευοίωνα αποτελέσματα των μέχρι τώρα μελετών ως προς την ασφάλεια της μεθόδου PGD στο σύνολο της υγείας των παιδιών που γεννιούνται,η μελέτη αυτή καταδεικνύει την σπουδαιότητα προοπτικών κυρίως μελετών σε παιδιά από μονήρεις και πολύδυμες PGD κυήσεις, σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο.


2014 ◽  
Author(s):  
Γεώργιος Μιχαλόπουλος

ΕισαγωγήΤα πτητικά αναισθητικά και κυρίως το αλοθάνιο, έχουν ενοχοποιηθεί για τη πρόκληση φαρμακευτικά επαγόμενης ηπατικής βλάβης (drug-induced liver injury, DILI). Ως κυριότερος υπεύθυνος μηχανισμός θεωρείται μία αντίδραση υπερευαισθησίας οφειλόμενη στη παραγωγή συμπλόκων μεταξύ του τριφθοροοξικού χλωριδίου και εγγενών πρωτεϊνών κατά τη διάρκεια μεταβολισμού των πτητικών αναισθητικών μέσω του κυττοχρώματος P4502E1 (CYP2E1). Οι πρωτεΐνες αυτές δρουν ως νεοαντιγόνα οδηγώντας στη παραγωγή αυτοαντισωμάτων έναντι του ηπατικού ιστού. Το πτητικό αναισθητικό δεσφλουράνιο παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό μεταβολισμού μέσω του CYP2E1, έχουν όμως αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις ηπατοτοξικότητας μετά από έκθεση σε αυτό. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής παραγωγής ή μεταβολής των επιπέδων των CYP2E1 IgG4 αυτοαντισωμάτων σε συνδυασμό με άλλους βιοχημικούς δείκτες της ηπατικής λειτουργίας, σε ασθενείς που έλαβαν γενική αναισθησία με δεσφλουράνιο.ΜέθοδοςΜελετήθηκαν 40 ενήλικες ασθενείς που έλαβαν γενική αναισθησία με δεσφλουράνιο για την επιτέλεση προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης. Προεγχειρητικά καθώς και 96 ώρες μετεγχειρητικά, έγιναν μετρήσεις της alpha-glutathione-S-transferase (aGST) και των αντισωμάτων CYP2E1 IgG4, καθώς επίσης και μετρήσεις των παρακάτω: γενική αίματος, χρόνος προθρομβίνης (ΡΤ), χρόνος ενεργοποιημένης μερικής. θρομβοπλαστίνης (aPTT), διεθνής ομαλοποιημένη αναλογία (INR) ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST), αλανινική αμινοτρανσφεράση (ALT), γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση (γ-GT), αλκαλική φωσφατάση (ALP), ολικές πρωτεΐνες ορού, λευκωματίνη και χολερυθρίνη (άμεση/έμμεση). Οκτώ ασθενείς οι οποίοι έλαβαν περιοχική αναισθησία για προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση μελετήθηκαν επίσης ως προς τις ίδιες παραμέτρους με στόχο τη βαθμονόμηση της μεθοδολογίας. Εφαρμόσθηκαν οι δοκιμασίες Student’s t test, Mann-Whitney U test και Fisher’s exact test αμφίδρομα για τη σύγκριση των μεταβλητών, με επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας p<05.ΑποτελέσματαΔεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά σε καμία από τις βασικές δοκιμασίες της ηπατικής λειτουργίας (SGOT, SGPT, γGT, χολερυθρίνης, INR), καθώς και στα επίπεδα της aGST και των CYP2E1 IgG4 πριν και μετά την έκθεση στο δεσφλουράνιο. Μετά από το διαχωρισμό των ασθενών σε δύο υποομάδες, ανάλογα με την προηγηθείσα ή μη έκθεση σε γενική αναισθησία, επίσης δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στις διάμεσες τιμές των επιπέδων CYP2E1 πριν και 96 ώρες μετά την αναισθησία (p=0,099 και p=0,051 αντίστοιχα). Επίσης, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά όσον αφορά τις τιμές της aGST μεταξύ των δύο υποομάδων (p>0,1). Κανένας από τους ασθενείς της μελέτης δεν παρουσίασε κλινικές ή εργαστηριακές εκδηλώσεις ηπατοτοξικότητας,ΣυμπέρασμαΔεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά ως προς τα επίπεδα CYP2E1 ΙgG4 και aGST μετά την έκθεση στο δεσφλουράνιο. Απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση του ρόλου των CYP2E1 IgG4 στη παθογένεια της πρόκλησης φαρμακευτικά επαγόμενης ηπατικής βλάβης από αλογονωμένα πτητικά αναισθητικά, ιδιαίτερα σε ασθενείς με πολλαπλή έκθεση σε αυτά.


2017 ◽  
Author(s):  
Σωτήριος Πλάκας

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης είναι η ανάδειξη του ρόλου των προγεννητικών παραγόντων κινδύνου στην εμφάνιση καλοήθων και κακοήθων παθήσεων του ΚΝΣ στα παιδιά. Προγεννητικοί ή περιγεννητικοί παράγοντες κινδύνου ονομάζονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του ανθρώπινου εμβρύου κατά τη διάρκεια της κύησης, από τη γονιμοποίηση μέχρι τη γέννηση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται η ηλικία των γονέων, το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, οι συνθήκες ζωής, οι κοινωνικές συμπεριφορές των γονέων, η γονική επαγγελματική έκθεση, οι θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και η μητρική έκθεση κατά την κύηση σε φαρμακευτικά σκευάσματα, νοσήματα ή παθολογικές καταστάσεις που ενδεχομένως μπορεί να καθορίσουν την υγεία του εμβρύου.ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Διεξήχθη μελέτη ασθενών-μαρτύρων (case –control study), στο Νοσοκομείο Παίδων "Η Αγία Σοφία" της Αθήνας από το 2007 – 2012. σε ασθενείς που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά για κάποια καλοήθη ή κακοήθη πάθηση του ΚΝΣ. Με βάση τη συχνότητα των προγεννητικών παραγόντων στο γενικό πληθυσμό των υγιών παιδιών, [αναμενόμενος ΣΚ (σχετικός κίνδυνος) κατ’ ελάχιστο 2,2 και p≤0.05], ελήφθησαν συνεντεύξεις από τους γονείς 100 ασθενών – παιδιών που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά για κάποια καλοήθη ή κακοήθη πάθηση του ΚΝΣ και από τους γονείς διπλάσιου, ανά κατηγορία παθήσεως, αριθμό μαρτύρων. Για λόγους μελέτης οι παθήσεις των ασθενών ομαδοποιήθηκαν σε όγκου, δυσραφισμούς/υδροκέφαλους, κρανιοσυνοστεώσεις και άλλες συγγενείς ανωμαλίες. Οι μέσες τιμές, οι τυπικές αποκλίσεις, οι διάμεσοι και τα ενδοτεταρτημοριακά εύρη χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποσοτικών μεταβλητών. Οι απόλυτες (Ν) και οι σχετικές (%) συχνότητες χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποιοτικών μεταβλητών. Για τη σύγκριση αναλογιών χρησιμοποιήθηκε το Pearson’s χ2 test ή το Fisher's exact test, όπου ήταν απαραίτητο. Για τη σύγκριση ποσοτικών μεταβλητών μεταξύ δυο ομάδων χρησιμοποιήθηκε το Student’s t-test. Επίσης για την εύρεση ανεξάρτητων παραγόντων που σχετίζονται με την ύπαρξη όγκου, δυσραφισμού/υδροκέφαλου, κρανιοσυνοστέωσης και άλλων συγγενών ανωμαλιών, έγινε ανάλυση λογαριθμιστικής παλινδρόμησης με τη διαδικασία διαδοχικής ένταξης/αφαίρεσης και προέκυψαν σχετικοί λόγοι (Odds ratio) με τα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης τους (95% ΔΕ). Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Σχετικά με το είδος της σύλληψης (φυσιολογική ή υποβοηθούμενη) στην μονοπαραγοντική ανάλυση, το OR για ανάπτυξη καρκίνου του εγκεφάλου, κρανιοσυνοστέωσης και δυσραφισμού/υδροκέφαλου είναι 3,2, 3,7 και 4,8 αντίστοιχα για παιδιά που γεννήθηκαν μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση σε σχέση με τους μάρτυρες. Με την πολυπαραγοντική λογαριθμιστική παλινδρόμηση έχοντας σαν εξαρτημένη μεταβλητή την ύπαρξη όγκου, διαπιστώθηκε ότι το υψόμετρο διαμονής κατά την κύηση, η χρήση ή επαφή του πατέρα πριν την κύηση με βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες και η περιοχή διαμονής κατά την κύηση βρέθηκαν να σχετίζονται ανεξάρτητα με την ύπαρξη όγκου εγκεφάλου στην παιδική ηλικία. Όσον αφορά την ύπαρξη δυσραφισμού/υδροκέφαλου, διαπιστώθηκε ότι η χρήση ή επαφή του πατέρα πριν την κύηση με βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες, η έκθεση μητέρας σε φάρμακα κατά την κύηση και η ύπαρξη επεισοδίου ενδομήτριας ενδοεγκεφαλικής-ενδοκοιλιακής αιμορραγίας σχετίζονται ανεξάρτητα με τις εν λόγω βλάβες. Επίσης, η χρήση κινητού από τη μητέρα κατά την κύηση, η έκθεση της μητέρας σε φάρμακα κατά την κύηση, η χορήγηση προγεστερόνης (Utrogestan) στη μητέρα από το γυναικολόγο κατά τη διάρκεια της κύησης και το ιστορικό προηγούμενου τέκνου με κάποια πάθηση του ΚΝΣ βρέθηκαν να σχετίζονται ανεξάρτητα με την ύπαρξη κρανιοσυνοστέωσης. Όσον αφορά την ύπαρξη άλλων συγγενών ανωμαλιών, διαπιστώθηκε ότι μόνο η χρήση ή επαφή του πατέρα πριν την κύηση με βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες βρέθηκε να σχετίζεται ανεξάρτητα με την ύπαρξη άλλων συγγενών ανωμαλιών. Τέλος, τα παιδιά με δυσραφισμό/υδροκέφαλο ή κρανιοσυνοστέωση, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννηθούν με καισαρική σε σύγκριση με τους μάρτυρες, ενώ τα παιδιά με δυσραφισμό/υδροκέφαλο βρέθηκαν να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννηθούν πρόωρα ή να συμβεί κατά τη διαδικασία της γέννησης τους πρώιμη ρήξη του αμνιακού σάκου σε σύγκριση με τους μάρτυρες.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Συμπερασματικά, επιβεβαιώνονται και ενισχύονται ήδη γνωστοί παράγοντες κινδύνου για καλοήθεις και κακοήθεις παθήσεις του ΚΝΣ στα παιδιά ενώ επανεξετάζεται ο ρόλος της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών του ΚΝΣ στα παιδιά. Επίσης, η συγκεκριμένη μελέτη, θέτει τη βάση για την αξιολόγηση της επαγγελματικής έκθεσης του πατέρα (χρήση ή επαφή) σε βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες πριν από την εγκυμοσύνη, τη λήψη προγεστερόνης (Utrogestan) και τη χρήση κινητού τηλεφώνου από τη μητέρα κατά την κύηση, ως ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υδροκεφαλίας και κρανιοσυνοστέωσης στην παιδική ηλικία, αντίστοιχα. Βέβαια, λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών που συμμετέχουν στη μελέτη, κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση.


2010 ◽  
Vol 14 (1) ◽  
pp. 15 ◽  
Author(s):  
G. QUADRI ◽  
N. NATALE ◽  
C. SPREAFICO ◽  
C. BELLONI ◽  
D. BARISANI ◽  
...  

Intravesical prostaglandin E2 is effective in the recovery of spontaneous voiding after transvaginal reconstruction of the pubocervical fascia and short arm sling according to Lahodny. The aim of the study was to compare the effects of intravesical prostaglandin E2 in the prevention of urinary retention after transvaginal reconstruction of the pubocervical fascia and short arm sling according to Lahodny. STUDY DESIGN: From November 1996 to June 1999 fifty women underwent the Lahodny procedure for moderate/severe cystocele and stress urinary incontinence. Women were randomly assigned to 1 of the 2 study groups: intravesical prostaglandin E2 versus controls. Data obtained were analyzed with the Student t test and the Fisher exact test. RESULTS: Two patients of the treatment group had to be excluded from the study, one because of the wrong measurement of the post-voidal residual volume and another due to a fastidious burning sensation which appeared immediately after prostaglandin instillation and required the suspension of the treatment. No other side effects such as nausea, vomiting, diarrhea or hyperthermia were observed. Patients who underwent the prostaglandin E2 treatment showed a recovery of spontaneous voiding after 7.9&plusmn;6.7 days, whereas this interval was significantly longer in the control group, being 12.9&plusmn;9.7 days (p=0.04, Two tailed Unpaired Student's T test). CONCLUSION: The effectiveness and the low associated morbidity mark the treatment with intravesical prostaglandin E2 useful in the recovery of normal voiding after transvaginal pubocervical fascia reconstruction and short arm sling with the procedure according to Lahodny.


2018 ◽  
Vol 1 (1) ◽  
pp. 1
Author(s):  
Susan Elviyaningsih ◽  
Rafika Rafika ◽  
Putu Candriasih

Anemia in pregnant women is called a potential that endangers the mother and child, therefore anemia requires serious attention from parties involved in health services. The purpose of this study is to know the relationship of age and consumption of iron-containing foods with the incidence of anemia in pregnant women in Talise Palu Health Center in 2017. The type of research is descriptive comparative using a cross sectional approach. The population of all pregnant women in the Talise Health Center area. The sample in this study amounted to 55 respondents with the sampling technique using consecutive sampling technique. The data collection is done through direct interviews and direct Hb measurements. Data analysis using univariate frequency distribution and bivariate analysis with Fisher's Exact Test. The results of the study of 55 respondents there were 96.4% of pregnant women who had anemia, with the age of pregnant women not at risk of 85.5% and pregnant women who rarely consumed foods containing iron there were 78.2%. The results of statistical tests using Fisher's Exact Test showed that there was a relationship between consumption of iron-containing foods (p = 0.04) with the incidence of anemia in pregnant women at Talise Palu Health Center in 2017 and no age relationship (p = 0.728) with anemia in pregnant women . Conclusion that age has no relationship with the incidence of anemia in pregnant women. Consumption of iron-containing foods is associated with the incidence of anemia in pregnant women. Suggestions for midwives who work at the KIA-KB Poli to continue to provide services according to operational standards during pregnancy examinations so that anemia in pregnant women can be treated and even prevented during pregnancy.Keywords: Pregnant, Anemia, consumption of foods containing iron


2007 ◽  
Vol 20 (4) ◽  
pp. 673-684 ◽  
Author(s):  
J. Ponti ◽  
B. Munaro ◽  
M. Fischbach ◽  
S. Hoffmann ◽  
E. Sabbioni

The Balb/c3T3 cell transformation assay (CTA) is an available in vitro system to detect the carcinogenic potential of chemicals. Currently, the European Centre for the Validation of Alternative Methods (ECVAM) is validating this test, assessing its reliability and relevance. Its endpoint is the formation of type III foci, which is, when using clone A31-1-1, a very rare event that usually does not occur at all for negative controls. The carcinogenic potential of a compound tested is assessed by comparing the number of foci in treated and untreated cells. The objective of the present work is to optimise the data analysis for this endpoint by applying the most commonly used approach by a t-test and the Fisher's exact test as an alternative approach. For this purpose selected metal compounds classified as carcinogenic (NaAsO2, CdCl2 cisPt), as suspected carcinogenic (C6H5)4AsCl, CH3HgCl), or as compounds without evidence of carcinogenic properties in humans ((NH4)2PtCl6, NaVO3) as well as a non-carcinogenic (AgNO3) were analysed. Our evaluation revealed that the t-test approach, which assumes normality of data, is not appropriate. The results demonstrated that the statistical analysis by Fisher's exact test better reflects the data properties and greatly facilitates the interpretation of Balb/c3T3 CTA data regarding carcinogenic potential.


2021 ◽  
Author(s):  
Robert J. Leigh ◽  
Richard A. Murphy ◽  
Fiona Walsh

There is a reproducibility crisis in scientific studies. Some of these crises arise from incorrect application of statistical tests to data that follow inappropriate distributions, have inconsistent equivariance, or have very small sample sizes. As determining which test is most appropriate for all data in a multicategorical study (such as comparing taxa between sites in microbiome studies), we present statsSuma, an interactive Python notebook (which can be run from any desktop computer using the Google Colaboratory web service) and does not require a user to have any programming experience. This software assesses underlying data structures in a given dataset to advise what pairwise or listwise statistical procedure would be best suited for all data. As some users may be interested in further mining specific trends, statSuma performs 5 different two-tailed pairwise tests (Student's t-test, Welch's t-test, Mann-Whitney U-test, Brunner-Munzel test, and a pairwise Kruskal-Wallis H-test) and advises the best test for each comparison. This software also advises whether ANOVA or a multicategorical Kruskal-Wallis H-test is most appropriate for a given dataset and performs both procedures. A data distribution-vs-Gaussian distribution plot is produced for each taxon at each site and a variance plot between all combinations of 2 taxa at each site are produced so Gaussian tests and variance tests can be visually confirmed alongside associated statistical determinants.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document