scholarly journals Factors Affecting Scholastic Performance in School Children.

2016 ◽  
Vol 15 (07) ◽  
pp. 47-53 ◽  
Author(s):  
Pagadpally Srinivas ◽  
S. Venkatkrishnan
Author(s):  
Chinta Durga Kumar ◽  
Venkata Suresh Anga

Background: Eye is one of the most vital organs of human body. Any abnormality in the eye can impair vision and make the person handicapped for life. The school children form a special group because they are most vulnerable to the effects of reduced vision and its impact on learning capability and educational potential. The objective of the study was to find out the factors affecting vision of secondary school children, to suggest preventive and remedial measures for defective vision.Methods: It was a cross sectional study. School children of Zilla Parishad secondary high school during November 2016 to December 2016 were studied. A pretested semi structured questionnaire was administered. A total of 320 students were included in the study by using convenient sampling technique. Data was entered in Microsoft excel sheet and analyzed using Statistical Package for Social Sciences (SPSS) version 20. Results were expressed as proportions for different study variables.Results: Out of the 320 students, majority 181 (56.56%) of study participants were girls. The highest number of students (49.38%) was between 12-13 years of age group. Prevalence of defective vision is 34%. Family history is present in 29% of the study population. 34% of children with defective vision, it was detected by their mother.Conclusions: Refractive errors are more in girls. Children and parents should be educated regarding ocular hygiene and early correction of refractive errors.


1988 ◽  
Vol 5 (2) ◽  
pp. 17-19
Author(s):  
Chiara Zincone ◽  
Heather Mohay

ABSTRACTAsthma is a chronic respiratory disease which is experienced by a large number of Australian school children. Although these children are of comparable intelligence to their non-asthmatic peers, they generally achieve less well at school. In the paper we review the literature on the following factors in an attempt to explain the depressed educational achievements: 1) neurological damage resulting from anoxia during asthma attacks; 2) side effects of medication used to control asthma; 3) frequent absence from school, and 4) attitudes and expectations of teachers, parents and peers. Clearly more research is required to investigate the interaction between these factors.


Author(s):  
Maricor Carmela Amoguis Ieiri ◽  
Satoko Kosaka ◽  
Eriko Tomitsuka ◽  
Masahiro Umezaki

Author(s):  
Shanmugasundaram Karthikeyani ◽  
Velliangattur Ramasamy Thirumurthy ◽  
Yuvaraja Bindhoo

ABSTRACT The incidence of coronal fractures from traumatic injuries is high in school children and causes serious functional, esthetic and psychological problems. Dentists are confronted on a regular basis with their management. Reattachment of a fractured fragment, though not a new technique, is gaining interest as a treatment option. This is due to its advantages over other techniques and advancements in adhesive dentistry. This manuscript presents a 3-year follow-up of a case of complicated permanent mandibular central incisor fracture (no cases reported in literature), that was successfully treated by fragment reattachment using a fiber-reinforced post and discusses the factors affecting the success of reattachment technique. How to cite this article Karthikeyani S, Thirumurthy VR, Bindhoo Y. Reattachment of Fractured Mandibular Incisor using Fiber-reinforced Post in a 12-year-old Patient: A 3-year Follow-up. Int J Prosthodont Restor Dent 2015;5(3):86-89.


1985 ◽  
Vol 4 (3) ◽  
pp. 204-213 ◽  
Author(s):  
Thomas H. P. Vandamme ◽  
Steven Schwartz

Parasitology ◽  
1994 ◽  
Vol 109 (4) ◽  
pp. 443-453 ◽  
Author(s):  
R. F. Sturrock ◽  
R. K. Klumpp ◽  
J. H. Ouma ◽  
A. E. Butterworth ◽  
A. J. C. Fulford ◽  
...  

SUMMARYTransmission of Schistosoma mansoni was monitored by routine snail sampling for Biomphalaria pfeifferi and by supplementary cercariometric measurements in 4 neighbouring study areas in Machakos District, Kenya. After 1 year, extensive, population-based chemotherapy with a single dose of praziquantel was given in 3 areas, but only minimal treatment in the fourth. In the year preceding treatment, seasonal transmission of S. mansoni and other non-human trematodes occurred in all 4 areas, despite some ecological differences and the effects of earlier treatment campaigns in 1 of the study areas. After treatment of all infected subjects in one area in which there had been earlier chemotherapy campaigns, S. mansoni transmission remained very low. It was reduced for at least 2 years after chemotherapy targeted at either all heavily infected subjects or all infected school children, but it was unaffected in an area where treatment was restricted to those few very heavily infected cases at risk of developing, disease. Nowhere was transmission entirely eliminated by chemotherapy and that of non-human trematodes continued unabated. The snail data correspond well with the human, parasitological data. Targeting school children was as effective as more extensive campaigns, but chemotherapy alone never stopped S. mansoni transmission: reinfection was inevitable, at rates determined by ecological factors affecting snail populations.


2012 ◽  
Vol 2012 ◽  
pp. 1-10 ◽  
Author(s):  
Michaela Janks ◽  
Sara Cooke ◽  
Aimee Odedra ◽  
Harkeet Kang ◽  
Michelle Bellman ◽  
...  

UK pandemic influenza strategy focused on vaccination of high risk groups, although evidence shows that school-age children have the highest infection rates. Vaccination of children might be an additional strategy. We undertook a cross-sectional study amongst 149 parents of primary school children aged 4–7 years in Birmingham, UK to quantify intention to accept pandemic influenza vaccine and identify factors affecting uptake. Ninety-one (61.1%, 95% CI 52.8, 68.9) had or would accept vaccine for their child. The most common reasons for declining vaccine were concerns about safety (58.6% reported this), side effects (55.2%), or believing their child had already had swine flu (12.1%). Parents of nonwhite ethnicity (OR 2.4 (1.1, 5.0)) and with asthmatic children (OR 6.6 (1.4, 32.1)) were significantly more likely to accept pandemic vaccine, as were those whose children had ever received seasonal vaccine and those who believed swine flu to be a serious threat (OR 4.2 (1.9, 9.1)). Parents would be more likely to accept vaccination if they received a letter of invite, if the government strongly encouraged them, if it were administered at school, and if it were more thoroughly tested. Accurate media portrayal of safety of the vaccine during future pandemics will be essential.


2016 ◽  
Author(s):  
Εμμανουέλλα Μαγριπλή

Γενική Επισκόπηση: Η επιδημία της παιδικής παχυσαρκίας αποτελεί παγκόσμια ανησυχία με πιθανές σοβαρές συνέπειες στην υγεία σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Η επιδημία αυτή πιθανολογείται πως προκαλείται από ιδιαίτερα τροποποιήσιμους παράγοντες, που συμπεριλαμβάνουν φτωχή διατροφική πρόσληψη, έλλειψη σωματικής άσκησης, καθώς και διάφορες μεταβλητές συμπεριφοράς. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ, 2013), υπολόγισε πως πάνω από 42 εκατομμύρια παιδιά έχουν υπερβάλλον βάρος παγκοσμίως. Συγχρόνως η παιδική παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με αυξημένη νοσηρότητα από χρόνια νοσήματα, κατά τη διάρκεια της ζωής, γεγονός που καθιστά την παιδική παχυσαρκία σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Επίσης, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βόρεια Ευρώπη ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας φαίνεται να σταθεροποιείται, μελέτες από χώρες της Νότιας Ευρώπης αποδεικνύουν πως το πρόβλημα σε αυτές κλιμακώνεται, με το ποσοστό να φτάνει σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τις Βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες. Η ταχεία αυτή αύξηση του επιπολασμού τις παιδικής παχυσαρκίας στις Μεσογειακές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες, έχει δημιουργήσει την ανάγκη να ενταθούν οι έρευνες για την ανάδειξη παραγόντων που συντελούν σε αυτή την αύξηση. Στόχοι: Δεδομένα από αντιπροσωπευτικό πανελλαδικό δείγμα παιδιών 10-12 ετών και των γονέων ή των κηδεμόνων τους (μελέτη GRECO), χρησιμοποιήθηκαν στη διεξαγωγή της διδακτορικής διατριβής. Πρωταρχικός στόχος της διατριβής ήταν η δημιουργία ενός Διατροφικού Δείκτη (ΔΔ) για τον προσδιορισμό, την έγκυρη πρόβλεψη και κατ' επέκταση την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας. Δευτερογενείς στόχοι αποτέλεσαν ο εντοπισμός και η αξιολόγηση μεταβλητών, κυρίως συμπεριφοράς, που πιθανόν να επηρεάζουν τη σχέση ΔΔ και του βάρους των παιδιών, καθώς και η διερεύνηση της ετοιμότητας των παιδιών σχολικής ηλικίας, να διαφοροποιήσουν διατροφικές συνήθειες και διατροφικές συμπεριφορές. Τέλος διερευνήθηκε η πιθανή συσχέτιση του καπνίσματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης με το υπερβάλλον βάρος, με το συνολικό ποσοστό λίπους και την περιφέρεια μέσης, στους μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μεθοδολογία: Αντιπροσωπευτικό δείγμα 5000 παιδιών ηλικίας 10-12 ετών, από 10 νομούς, 14 περιφέρειες από τον ευρύτερο Πανελλαδικό χώρο μετά από στρωματοποιημένη δειγματοληψία, προσκλήθηκαν να λάβουν μέρος στην έρευνα GRECO. Ανθρωπομετρικές μετρήσεις διεξήχθησαν στα παιδιά και τους δόθηκαν ερωτηματολόγια να συμπληρώσουν: (1) ημι-ποσοτικοποιημένο ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, (2) ερωτηματολόγιο διατροφικών-γευματικών συνηθειών, και (3) ερωτηματολόγιο ετοιμότητα αλλαγής διατροφικών τάσεων και διατροφικής συμπεριφοράς. Όλα τα δεδομένα από τους ενήλικες ήταν αυτοδηλούμενα και συμπεριλάμβαναν βάρος & ύψος, κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία, διάφορες συνήθειες, όπως κάπνισμα, καθώς και καταγραφή δεδομένων εγκυμοσύνης και νεογνού (όπως βάρος και μήκος νεογνού) . Για τη δημιουργία ΔΔ a-priory, συμπεριλήφθηκαν 14 τροφές, 6 προστατευτικές και 8 τροφές που συσχετίζονται με υπερβάλλον βάρος και παχυσαρκία, και δόθηκε βαρύτητα στις τροφές που αξιολογήθηκαν σημαντικότερες στην παιδική ηλικία, λόγω ανάπτυξης. Ο ΔΔ χρησιμοποιήθηκε στη διερεύνηση της σχέσης των παραγόντων συμπεριφοράς και του καπνίσματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και στον επιπολασμό της παιδικής παχυσαρκίας. Οι διατροφικές συνήθειες και η ετοιμότητα που δήλωσαν τα παιδιά για αλλαγή διερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν σε σχέση με σε σχέση με (α) την κατηγορία βάρους των παιδιών, (β) το φύλο και (γ) την αυτοεκτίμηση που δηλώνουν τα παιδιά. Αποτελέσματα: Συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 4786 (95%) παιδιά και 2318 (51%) γονείς ή κηδεμόνες. Ο παιδικός ΔΔ είχε τη δυνατότητα/ευαισθησία να προσδιορίζει σωστά τα παιδιά με υπέρβαρο & παχυσαρκία, καθώς τα παιδιά με υπερβάλλον βάρος και παχυσαρκία είχαν χαμηλότερο συνολικό διατροφικό σκορ σε σχέση με τα υγιή σε βάρος παιδιά. Οι παράγοντες παιδικής συμπεριφοράς που είχαν θετική συσχέτιση με τον ΔΔ ήταν οι συνολικές ώρες ύπνου, μελέτης και η συχνότητα οικογενειακών γευμάτων. Στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση με τον ΔΔ είχαν οι συνολικές ώρες που τα παιδιά δήλωσαν μπροστά σε κάποια οθόνη, η συχνότητα κατανάλωσης τροφής εκτός σπιτιού και μπροστά σε κάποια οθόνη. Σε πολυπαραγοντική ανάλυση προσαρμοσμένη για ηλικία, φύλο και διατροφικό σκορ, οι πιθανότητες των παιδιών να είναι υπέρβαρα ήταν χαμηλότερες, όταν κοιμούνταν περισσότερες ώρες, διάβαζαν λιγότερες ώρες, είχαν πιο συχνά οικογενειακά γεύματα και κατανάλωναν πιο συχνά γεύματα ημερησίως. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση οι ώρες μπροστά σε οθόνη δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Στη διερεύνηση της παιδικής ετοιμότητας, μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία, καθώς και τα κορίτσια, δήλωσαν έτοιμα να αλλάξουν συγκεκριμένες διατροφικές συμπεριφορές. Σε αυτά συμπεριλήφθηκε η ετοιμότητα να αυξήσουν την κατανάλωση υγιεινών σνακ και να αντικαταστήσουν υγρά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη με αυτά που δεν περιέχουν, αν αυτό τους προσφερθεί. Επίσης, παιδιά με υψηλότερη μέση τιμή ΔΔ σκορ ήταν πιο έτοιμα να αλλάξουν συμπεριφορές, και παιδιά με μεγαλύτερο ποσοστό αυτοεκτίμησης δήλωσαν έτοιμα να μειώσουν μερίδα τροφής και δεν τους απασχολούσε ή άποψη των φίλων τους. Οι πιθανότητες των παιδιών να έχουν υπερβάλλον βάρος και υψηλότερη περιφέρεια μέσης (πάνω από τη διάμεσο) ήταν μεγαλύτερες στα παιδιά που η μητέρα κάπνιζε στην εγκυμοσύνη σε σχέση με τα παιδιά που οι μητέρες που δεν κάπνιζαν. Η σχέση παρέμεινε σημαντική σε όλα τα μοντέλα, που περιλάμβαναν μητρικούς παράγοντες, κατανάλωση καφέ και αλκοόλ, παράγοντες νεογνού, παιδικές συμπεριφορές και διατροφικό σκορ, για το ΒΜΙ και για την περιφέρεια μέσης. Η συσχέτιση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα και το ποσοστό λίπους των παιδιών ήταν σημαντική μόνο στην αδρή διερεύνηση. Συμπεράσματα: Στη διατριβή εντοπίστηκαν διατροφικοί παράγοντες, παράγοντες συμπεριφοράς καθώς και η αυτοεκτίμηση των παιδιών που είναι σημαντικό να αξιολογηθούν ώστε να μειωθεί ή ακόμα και να προληφθεί το φαινόμενο της παιδικής παχυσαρκίας. Επίσης το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης βρέθηκε να αυξάνει τον κίνδυνο για υπερβάλλον βάρος και για κεντρική παχυσαρκία, στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Τα παραπάνω ευρήματα υπογραμμίζουν την πολυπαραγοντική φύση που οδηγεί στην επιδημία της παιδικής παχυσαρκίας. Συνίσταται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση των παιδικών αναγκών και αντιλήψεων καθώς η παιδική ετοιμότητα μπορεί να αποτελεί τη βάση της πυραμίδας για τη θεραπεία και πολύ περισσότερο για την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document