Γενική Επισκόπηση: Η επιδημία της παιδικής παχυσαρκίας αποτελεί παγκόσμια ανησυχία με πιθανές σοβαρές συνέπειες στην υγεία σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Η επιδημία αυτή πιθανολογείται πως προκαλείται από ιδιαίτερα τροποποιήσιμους παράγοντες, που συμπεριλαμβάνουν φτωχή διατροφική πρόσληψη, έλλειψη σωματικής άσκησης, καθώς και διάφορες μεταβλητές συμπεριφοράς. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ, 2013), υπολόγισε πως πάνω από 42 εκατομμύρια παιδιά έχουν υπερβάλλον βάρος παγκοσμίως. Συγχρόνως η παιδική παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με αυξημένη νοσηρότητα από χρόνια νοσήματα, κατά τη διάρκεια της ζωής, γεγονός που καθιστά την παιδική παχυσαρκία σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Επίσης, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βόρεια Ευρώπη ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας φαίνεται να σταθεροποιείται, μελέτες από χώρες της Νότιας Ευρώπης αποδεικνύουν πως το πρόβλημα σε αυτές κλιμακώνεται, με το ποσοστό να φτάνει σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τις Βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες. Η ταχεία αυτή αύξηση του επιπολασμού τις παιδικής παχυσαρκίας στις Μεσογειακές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες, έχει δημιουργήσει την ανάγκη να ενταθούν οι έρευνες για την ανάδειξη παραγόντων που συντελούν σε αυτή την αύξηση. Στόχοι: Δεδομένα από αντιπροσωπευτικό πανελλαδικό δείγμα παιδιών 10-12 ετών και των γονέων ή των κηδεμόνων τους (μελέτη GRECO), χρησιμοποιήθηκαν στη διεξαγωγή της διδακτορικής διατριβής. Πρωταρχικός στόχος της διατριβής ήταν η δημιουργία ενός Διατροφικού Δείκτη (ΔΔ) για τον προσδιορισμό, την έγκυρη πρόβλεψη και κατ' επέκταση την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας. Δευτερογενείς στόχοι αποτέλεσαν ο εντοπισμός και η αξιολόγηση μεταβλητών, κυρίως συμπεριφοράς, που πιθανόν να επηρεάζουν τη σχέση ΔΔ και του βάρους των παιδιών, καθώς και η διερεύνηση της ετοιμότητας των παιδιών σχολικής ηλικίας, να διαφοροποιήσουν διατροφικές συνήθειες και διατροφικές συμπεριφορές. Τέλος διερευνήθηκε η πιθανή συσχέτιση του καπνίσματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης με το υπερβάλλον βάρος, με το συνολικό ποσοστό λίπους και την περιφέρεια μέσης, στους μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μεθοδολογία: Αντιπροσωπευτικό δείγμα 5000 παιδιών ηλικίας 10-12 ετών, από 10 νομούς, 14 περιφέρειες από τον ευρύτερο Πανελλαδικό χώρο μετά από στρωματοποιημένη δειγματοληψία, προσκλήθηκαν να λάβουν μέρος στην έρευνα GRECO. Ανθρωπομετρικές μετρήσεις διεξήχθησαν στα παιδιά και τους δόθηκαν ερωτηματολόγια να συμπληρώσουν: (1) ημι-ποσοτικοποιημένο ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, (2) ερωτηματολόγιο διατροφικών-γευματικών συνηθειών, και (3) ερωτηματολόγιο ετοιμότητα αλλαγής διατροφικών τάσεων και διατροφικής συμπεριφοράς. Όλα τα δεδομένα από τους ενήλικες ήταν αυτοδηλούμενα και συμπεριλάμβαναν βάρος & ύψος, κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία, διάφορες συνήθειες, όπως κάπνισμα, καθώς και καταγραφή δεδομένων εγκυμοσύνης και νεογνού (όπως βάρος και μήκος νεογνού) . Για τη δημιουργία ΔΔ a-priory, συμπεριλήφθηκαν 14 τροφές, 6 προστατευτικές και 8 τροφές που συσχετίζονται με υπερβάλλον βάρος και παχυσαρκία, και δόθηκε βαρύτητα στις τροφές που αξιολογήθηκαν σημαντικότερες στην παιδική ηλικία, λόγω ανάπτυξης. Ο ΔΔ χρησιμοποιήθηκε στη διερεύνηση της σχέσης των παραγόντων συμπεριφοράς και του καπνίσματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και στον επιπολασμό της παιδικής παχυσαρκίας. Οι διατροφικές συνήθειες και η ετοιμότητα που δήλωσαν τα παιδιά για αλλαγή διερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν σε σχέση με σε σχέση με (α) την κατηγορία βάρους των παιδιών, (β) το φύλο και (γ) την αυτοεκτίμηση που δηλώνουν τα παιδιά. Αποτελέσματα: Συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 4786 (95%) παιδιά και 2318 (51%) γονείς ή κηδεμόνες. Ο παιδικός ΔΔ είχε τη δυνατότητα/ευαισθησία να προσδιορίζει σωστά τα παιδιά με υπέρβαρο & παχυσαρκία, καθώς τα παιδιά με υπερβάλλον βάρος και παχυσαρκία είχαν χαμηλότερο συνολικό διατροφικό σκορ σε σχέση με τα υγιή σε βάρος παιδιά. Οι παράγοντες παιδικής συμπεριφοράς που είχαν θετική συσχέτιση με τον ΔΔ ήταν οι συνολικές ώρες ύπνου, μελέτης και η συχνότητα οικογενειακών γευμάτων. Στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση με τον ΔΔ είχαν οι συνολικές ώρες που τα παιδιά δήλωσαν μπροστά σε κάποια οθόνη, η συχνότητα κατανάλωσης τροφής εκτός σπιτιού και μπροστά σε κάποια οθόνη. Σε πολυπαραγοντική ανάλυση προσαρμοσμένη για ηλικία, φύλο και διατροφικό σκορ, οι πιθανότητες των παιδιών να είναι υπέρβαρα ήταν χαμηλότερες, όταν κοιμούνταν περισσότερες ώρες, διάβαζαν λιγότερες ώρες, είχαν πιο συχνά οικογενειακά γεύματα και κατανάλωναν πιο συχνά γεύματα ημερησίως. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση οι ώρες μπροστά σε οθόνη δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Στη διερεύνηση της παιδικής ετοιμότητας, μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία, καθώς και τα κορίτσια, δήλωσαν έτοιμα να αλλάξουν συγκεκριμένες διατροφικές συμπεριφορές. Σε αυτά συμπεριλήφθηκε η ετοιμότητα να αυξήσουν την κατανάλωση υγιεινών σνακ και να αντικαταστήσουν υγρά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη με αυτά που δεν περιέχουν, αν αυτό τους προσφερθεί. Επίσης, παιδιά με υψηλότερη μέση τιμή ΔΔ σκορ ήταν πιο έτοιμα να αλλάξουν συμπεριφορές, και παιδιά με μεγαλύτερο ποσοστό αυτοεκτίμησης δήλωσαν έτοιμα να μειώσουν μερίδα τροφής και δεν τους απασχολούσε ή άποψη των φίλων τους. Οι πιθανότητες των παιδιών να έχουν υπερβάλλον βάρος και υψηλότερη περιφέρεια μέσης (πάνω από τη διάμεσο) ήταν μεγαλύτερες στα παιδιά που η μητέρα κάπνιζε στην εγκυμοσύνη σε σχέση με τα παιδιά που οι μητέρες που δεν κάπνιζαν. Η σχέση παρέμεινε σημαντική σε όλα τα μοντέλα, που περιλάμβαναν μητρικούς παράγοντες, κατανάλωση καφέ και αλκοόλ, παράγοντες νεογνού, παιδικές συμπεριφορές και διατροφικό σκορ, για το ΒΜΙ και για την περιφέρεια μέσης. Η συσχέτιση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα και το ποσοστό λίπους των παιδιών ήταν σημαντική μόνο στην αδρή διερεύνηση. Συμπεράσματα: Στη διατριβή εντοπίστηκαν διατροφικοί παράγοντες, παράγοντες συμπεριφοράς καθώς και η αυτοεκτίμηση των παιδιών που είναι σημαντικό να αξιολογηθούν ώστε να μειωθεί ή ακόμα και να προληφθεί το φαινόμενο της παιδικής παχυσαρκίας. Επίσης το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης βρέθηκε να αυξάνει τον κίνδυνο για υπερβάλλον βάρος και για κεντρική παχυσαρκία, στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Τα παραπάνω ευρήματα υπογραμμίζουν την πολυπαραγοντική φύση που οδηγεί στην επιδημία της παιδικής παχυσαρκίας. Συνίσταται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση των παιδικών αναγκών και αντιλήψεων καθώς η παιδική ετοιμότητα μπορεί να αποτελεί τη βάση της πυραμίδας για τη θεραπεία και πολύ περισσότερο για την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας.