Καταγραφή νέων γονιδιακών μεταλλάξεων και γενετικών πολυμορφισμών σε νεογνά και παιδιά με θρόμβωση σε ποικίλες θέσεις

2007 ◽  
Author(s):  
Άννα Κομιτοπούλου

Σκοπό της παρούσας μελέτης απετέλεσε η σύγκριση της συχνότητας κατανομής εννέα μεταλλάξεων/πολυμορφισμών σε γονίδια που εμπλέκονται στην αιμόσταση (FV Leiden, FV HR₂, FII 20210Α, b-Fib 455G>A, FXIII Val34Leu, PAI-1 4G , ΗΡΑ-1b) και το μεταβολισμό της ομοκυστείνης (MTHFR C677T, MTHFR A1298C), καθώς και επιλεκτικών συνδυασμών τους, μεταξύ παιδιών με θρόμβωση και μαρτύρων. Επίσης, στα παιδιά με θρόμβωση, συσχετίσθηκε η φορεία αυτών των μεταλλάξεων/πολυμορφισμών με τα επίπεδα των αντιστοίχως κωδικοποιούμενων πρωτεϊνών. Τεχνική αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), πηξιολογικές δοκιμασίες και υγρή χρωματογραφία υψηλής πιέσεως (HPLC) χρησιμοποιήθηκαν, αντιστοίχως, για τον προσδιορισμό των μεταλλάξεων/πολυμορφισμών, των πρωτεϊνών ή άλλων παραμέτρων της αιμόστασης και των επιπέδων της ομοκυστεΐνης σε 141 παιδιά με θρόμβωση σε ποικίλες θέσεις, μέσης ηλικίας 5.3 χρόνων, εκ των οποίων 31 παιδιά (22%) είχαν αναπτύξει το θρομβωτικό επεισόδιο στο κεντρικό νευρικό σύστημα ενδομητρίως. Το 26% ήταν νεογνά κατά τη διάγνωση. Οι ασθενείς συγκρίθηκαν με 103 μάρτυρες. Η θρόμβωση ήταν συχνότερη στα αγόρια (p=0.021). Ουδείς εκ των μελετηθέντων πολυμορφισμών βρέθηκε να είναι παράγοντας κινδύνου για θρόμβωση, εκτός από τον παράγοντα V Leiden (odds ratio 3.8,95% CI 1.4-10.6). Ο κίνδυνος ήταν διπλάσιος στην ομάδα των παιδιών με ενδομήτριο θρομβωτικό επεισόδιο (odds ratio 6.82, 95% CI 2.0-22.8). Η πιθανότητα για θρόμβωση ήταν δύο φορές μεγαλύτερη στους φορείς FVLeiden που είχαν ιδιοπαθή θρόμβωση (odds ratio 5.4) σε σχέση με τους ασθενείς που είχαν δευτεροπαθή θρόμβωση (odds ratio 2.7). Οι φορείς FVLeiden είχαν σχεδόν εξαπλάσια πιθανότητα να υποστούν θρομβωτικό επεισόδιο (odds ratio 5.7 95% CI 1.8-19.6), όταν ο πολυμορφισμός FVR₂ απουσίαζε. Η συνδυασμένη κατανομή της μετάλλαξης MTHFR C677T με MTHFR A1298C και του πολυμορφισμού FXIII Va134Leu με PAI-1 4G δεν διέφερε μεταξύ ασθενών και μαρτύρων. Στα παιδιά με θρόμβωση, ο λόγος της αντίστασης στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C βρέθηκε σημαντικά χαμηλότερος στους φορείς FVL (p<0.001). Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στα επίπεδα του ινωδογόνου, αν και υψηλότερα, στους φορείς b-Fib 455G>A σε σχέση με τους μη φορείς, ούτε και στα επίπεδα της προθρομβίνης στους φορείς FII 20210Α, εκτός από την υποομάδα των παιδιών με έμφρακτο ΚΝΣ , σε σχέση με τους μη φορείς (p<0.05). Οι ομοζυγώτες σε μία από τις δύο μεταλλάξεις MTHFR C677T και MTHFR A1298C ή οι διπλοί ετεροζυγώτες είχαν σημαντικά αυξημένα επίπεδα ομοκυστείνης σε σχέση με τους ετεροζυγώτες σε μία μόνο μετάλλαξη ή τους μη φορείς, όχι, όμως, υπερομοκυστιναιμία, πλην τριών περιπτώσεων.

2020 ◽  
Author(s):  
Κυριακή Κυδωνοπούλου
Keyword(s):  

Mετά τον βασικό κλινικο-εργαστηριακό έλεγχο, η υπογονιμότητα μπορεί να παραμένει ανεξήγητη στο 15-30% των περιπτώσεων. Στους υποψήφιους παράγοντες που πιθανώς σχετίζονται με την ανεξήγητη γυναικεία υπογονιμότητα περιλαμβάνονται θρομβοφιλικοί παράγοντες και η αποτυχία εμφύτευσης εμβρύου, εξαιτίας της προβληματικής κυκλοφορίας του αίματος στον πλακούντα. Ως θρομβοφιλία ορίζεται η κληρονομική ή/και επίκτητη προδιάθεση για θρόμβωση, που έχει συσχετιστεί με μαιευτικές επιπλοκές, εξαιτίας της υπέρμετρης αιμοστατικής ανισορροπίας. Ο αναστολέας του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου τύπου 1 (PAI-1), που κωδικοποιείται από το γονίδιο SERPINE1 (PAI-1), είναι ένας σημαντικός ινωδολυτικός παράγοντας. Το αλληλόμορφο 4G του πολυμορφισμού PAI-1 -675 (4G/5G) συνδέεται με την υπερέκφραση του PAI-1 και υποϊνωδόλυση. Η συσχέτιση μεταξύ πολυμορφισμών του PAI-1 και μαιευτικών επιπλοκών και ο ρόλος τους στην ανεξήγητη γυναικεία υπογονιμότητα χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Η γλυκοπρωτεΐνη Ia (GPIa), επίσης γνωστή και ως ιντεγκρίνη άλφα 2 (ITGA2) αποτελεί το τμήμα α2 του ετεροδιμερούς α2β1, που είναι ο βασικός υποδοχέας κολλαγόνου στην μεμβράνη των αιμοπεταλίων. Η GPIa κωδικοποιείται από το γονίδιο ITGA2, με το αλληλόμορφο 807Τ του πολυμορφισμού C807T να σχετίζεται με αυξημένη γονιδιακή έκφραση και πυκνότητα υποδοχέων. Επομένως, το αλληλόμορφο ITGA2 807Τ έχει συνδεθεί με θρόμβωση. Όπως και άλλες ιντεγκρίνες ή και άλλα μόρια της επιφάνειας των αιμοπεταλίων, ορισμένες μελέτες προτείνουν συσχέτιση της GPIa με τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της μητέρας και του εμβρύου κατά τη διαδικασία της εμφύτευσης. Σκοπός της μελέτης ήταν 1. η διερεύνηση της συσχέτισης των πολυμορφισμών GPIa C807T και PAI-1 4G/5G με την ανεξήγητη γυναικεία υπογονιμότητα, καθώς και με ιστορικό αποτυχημένων IVF, 2. πολυπαραγοντική μελέτη για τη διερεύνηση συνδυασμών θρομβοφιλικών παραλλαγών (PAI-1 4G/5G, GPIa C807T, FV Leiden, FII G20210A, MTHFR C677T, MTHFR A1298C) σε σχέση με την ανεξήγητη γυναικεία υπογονιμότητα, καθώς και με αποτυχία IVF, και 3. η διερεύνηση συσχέτισης της ανεξήγητης γυναικείας υπογονιμότητας και του αριθμού (Score) των καταγεγραμμένων γονιδιακών παραλλαγών σε ετερο-/ομο-ζυγωτία. Πραγματοποιήθηκε ανίχνευση των παραπάνω παραλλαγών και στατιστική ανάλυση σε 115 γυναίκες με ανεξήγητη υπογονιμότητα και 107 φυσιολογικές γόνιμες γυναίκες. Η ομάδα υπογόνιμων γυναικών περιελάμβανε μία υποομάδα 50 γυναικών, χωρίς επιτυχία IVF. Τα αποτελέσματα έδειξαν για τον πολυμορφισμό PAI-1 4G/5G συσχέτιση της παρουσίας του αλληλομόρφου 4G με την γυναικεία ανεξήγητη υπογονιμότητα, ενώ όχι με τις αποτυχημένες IVF. Αντίθετα, για την παραλλαγή ITGA2 C807T δεν διαπιστώθηκε συσχέτισή της με τη γυναικεία ανεξήγητη υπογονιμότητα, αν και συσχέτιση με την ομοζυγωτία 807 TT στην υποομάδα αποτυχημένων IVF υποδηλώνει πιθανή σύνδεση του πολυμορφισμού αυτού με την αποτυχία της εμφύτευσης. Στις γυναίκες με ανεξήγητη υπογονιμότητα, διαπιστώθηκε συσχέτιση με τις παραλλαγές PAI-1 4G/5G και MTHFR C677T, ενώ στην υποομάδα με αποτυχημένες IVF, καταγράφηκε συσχέτιση με τις παραλλαγές FV Leiden, FII G20210A και MTHFR C677T, όπως επίσης και με την παραλλαγή GPIa C807T. Yποστηρίζεται η ιδέα ότι υπεύθυνος είναι ένας συνδυασμός πολλαπλών θρομβοφιλικών μεταλλάξεων, παρά ένας μοναδικός πολυμορφισμός, καθώς διαπιστώθηκε ο πολλαπλασιαστικός ρόλος ορισμένων συνδυασμών. Απλά και μόνο ο αριθμός των εξεταζόμενων θρομβοφιλικών παραλλαγών σε ομο/ετεροζυγωτία παίζει σημαντικό ρόλο. Συμπερασματικά, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Επίσης προτείνεται διερεύνηση της χρησιμότητας της αντιθρομβωτικής αγωγής, καθώς και αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών της «ωμικής», για την ταυτόχρονη αναζήτηση χιλιάδων παραγόντων που επηρεάζουν την αναπαραγωγική διαδικασία.


Blood ◽  
2013 ◽  
Vol 122 (21) ◽  
pp. 4799-4799
Author(s):  
Soudabeh Hosseeini ◽  
Ebrahim Kalantari ◽  
Akbar Dorgalaleh ◽  
Arash Rozei ◽  
Marzieh Jafari ◽  
...  

Background Deep venous thrombosis (DVT) refers to the formation of a thrombus within a deep vein that frequently occurs after surgical procedures, trauma, in the presence of cancer and immobilization conditions. DVT is a major health problem that causes high rate of morbidity and mortality in the general population. Hyper coagulation states such as antithrombin-III, protein-C and protein-S deficiencies, contribute to formation of DVT. Congenital and acquired gene mutations are other risk factors that stimulate formation of thrombus. Our aims in this study was to molecularly analyze the patients with DVT and assess the impact of common mutations of MTHFR (C677T) (A1298C), PAI-1, Prothrombin 20210 and FV Leiden mutation on occurrence of deep venous thrombosis. Methods This long-term study was conducted from June 2009 to July 2013 on 221 patients with deep venues thrombosis. Two hundred and twenty-one age and sex matched individuals were also chosen as control group. The diagnosis of venous thromboembolic disease was based on patient’s history, clinical findings and D-dimer test. Finally deep venous thrombosis was confirmed with Doppler ultrasonography. In addition, all participants were asked to complete a standardized questionnaire on acquired risk factors for venous thrombosis. After confirmation of DVT, both groups were assessed molecularly for five mutations including, MTHFR C677T, MTHFR A1298C, PAI-1 4G/5G, Prothrombin 20210 and FV Leiden. The relationship between these mutations and the risk of DVT was calculated using logistic regression and expressed as an OR with a 95% confidence interval (CI). Results The mean age of patients and control group were 38±0.8 and 3.7± 0.7 years. Our results revealed that the MTHFR C677T (OR 2.9, 95% 95% CI 1.1 to 7.5) and MTHFR A1298C in heterozygote manner (OR 4.3, 95% CI 1.4 to 13.7) were each associated with an increased risk of DVT. The OR associated with being a carrier of the PAI-1 4G/5G genotype was 2.9 (95% CI 1.14 to 7.5). There was a 4-fold increased risk of DVT associated with Prothrombin 20210 mutation in heterozygote manner (OR 4.3, 95% CI 1.4 to 13.7). For patients who were heterozygous for FV Leiden mutation OR DVT was 2.6 (95% CI 1.3 to 5.0). Conclusion Our findings suggest that genetic risk factors have a contributory role on occurrence of DVT. Disclosures: No relevant conflicts of interest to declare.


2016 ◽  
Vol 23 (8) ◽  
pp. 1042-1051 ◽  
Author(s):  
Désirée Coen Herak ◽  
Jasna Lenicek Krleza ◽  
Margareta Radic Antolic ◽  
Ivana Horvat ◽  
Vlasta Djuranovic ◽  
...  

Despite the identification of a wide range of inherited and acquired risk factors for arterial ischemic stroke (AIS) in children, genetic risk factors are incompletely characterized and may vary among different populations. We investigated the role of individual and combined inherited prothrombotic and intermediate-risk factors in 73 children with perinatal (n = 35) and childhood AIS (n = 38) and 100 age- and sex-matched controls. Ten polymorphisms in 8 candidate genes encoding coagulation and fibrinolytic proteins (factor V [FV] Leiden, FV HR2, factor II [FII] G20210A, β-fibrinogen [β-FBG]-455G>A, factor XIII [FXIII]-A p.Val34Leu, plasminogen activator inhibitor 1 4G/5G), homocysteine metabolism (methylenetetrahydrofolate reductase [MTHFR] C677T, MTHFR A1298C), and intermediate-risk factors (angiotensin-converting enzyme I/D, apoE ∊2-4) were detected using a multilocus genotyping assay. Allele-specific polymerase chain reaction was used for the determination of human platelet alloantigens (HPA-1, HPA-2, HPA-3, and HPA-5). Factor V Leiden was associated with an increased risk of AIS (odds ratio [OR]: 4.72, 95% confidence interval [CI]: 1.22-18.27) and perinatal AIS (OR: 8.29, 95% CI: 1.95-35.24). Human platelet antigen-3b allele carriers had a 2-fold lower risk of AIS (OR: 0.51, 95% CI: 0.26-0.98) and perinatal AIS (OR: 0.40, 95% CI: 0.18-0.92). A 2.21-fold increased risk of childhood AIS (95% CI: 1.03-4.73) was identified in FXIII-A Leu34 allele carriers. Combined FV Leiden/FV HR2, FV Leiden/MTHFR A1298C, FV Leiden/MTHFR C677T/MTHFR A1298C, and FV Leiden/FV HR2/MTHFR A1298C heterozygosity was identified in children with AIS but not in controls, which revealed a statistically significant difference. This case–control study shows that besides already documented association between FV Leiden and AIS, other previously unreported polymorphisms (FXIII-A p.Val34Leu, HPA-3) and several genotype combinations that always include heterozygous FV Leiden can be related to AIS in Croatian population.


2014 ◽  
Author(s):  
Αντώνιος Βλήσμας
Keyword(s):  

Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί ηεπίπτωση των θρομβοφιλικών μεταλλάξεων στον ελληνικό πληθυσμό σεγυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές και να συγκριθεί με αυτήν γυναικών ομάδαςελέγχου.Υλικό-Μέθοδος: Δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 190 γυναίκες με άνωτων δύο διαδοχικών αποβολών α΄ τριμήνου ή με άνω της μίας αποβολής β΄τριμήνου ή ιστορικό ενδομήτριου θανάτου που επισκέφθηκαν το ιατρείο καθ’έξιν αποβολών από τον Ιανουάριο του 2008 έως το Δεκέμβριο του 2012.Αποκλείστηκαν από την μελέτη γυναίκες με χρωμοσωμικές ανωμαλίες,ανατομικές ανωμαλίες μήτρας, παρουσία αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου,ανεπάρκεια πρωτεΐνης S, πρωτεΐνης C ή αντιθρομβίνης ΙΙΙ. Ομάδα ελέγχουαποτέλεσαν 100 γυναίκες που επισκέφθησαν τα εξωτερικά γυναικολογικάιατρεία του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» για τακτικό γυναικολογικό έλεγχο (τεστΠαπανικολάου) κατά το διάστημα Απρίλιος 2010 έως Ιανουάριος 2011, οιοποίες είχαν στο ιστορικό τους άνω των δύο κυήσεων επιτυχούς έκβασης, ενώδεν είχαν αποβολές ή εκτρώσεις, ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό θρόμβωσης ήπαρουσία άλλης συστηματικής νόσου. Όλες οι γυναίκες ελέγχθησαν για τουςεξής 8 θρομβοφιλικούς πολυμορφισμούς: παράγων FVL G1691A, παράγων ΙΙπροθρομβίνη G20210A, παράγων XIII V34L, πολυμορφισμός 4G/5G του PAI-1 , MTHFR C677T, MTHFR A1298C, πολυμορφισμός C807T της GPIa καιπολυμορφισμοί της ApoE με την μέθοδο της PCR.Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των γυναικών με καθ’ έξιν αποβολέςήταν 32.65±5.09 έτη και αυτή των γυναικών ομάδας ελέγχου 41.4±11.77 έτη. Οιγυναίκες της ομάδας καθ’ έξιν αποβολών είχαν ΒΜΙ 24.83±4.88 (17.72-45.78)σε σχέση με ΒΜΙ της ομάδας ελέγχου 25.34±3.98 (16.57-36.36). Οι γυναίκεςτης ομάδας μελέτης εμφάνισαν μέσο αριθμό αποβολών (σύνολο α΄, β΄ τριμήνου ή ενδομητρίου θανάτου) 2.65±1.17 (1-11), ενώ ο μέσος όρος επιτυχούςέκβασης κύησης ήταν 0.20±0.45 (0-3). 81 γυναίκες εμφάνισαν άνω των τριώνδιαδοχικών αποβολών (42.6%). 155 γυναίκες από την ομάδα των καθ’ έξιναποβολών δεν είχαν ιστορικό επιτυχούς έκβασης κύησης (πρωτοπαθείς καθ’έξιν αποβολές), ενώ 35 είχαν τουλάχιστον μία προηγούμενη κύηση επιτυχούςέκβασης (δευτεροπαθείς). Η πλειοψηφία των γυναικών είχαν αποκλειστικάαποβολές α΄ τριμήνου (167), 20 εμφάνισαν τουλάχιστον μία αποβολή β΄τριμήνου (διακύμανση αποβολών β΄τριμήνου από 1-3), ενώ 3 γυναίκες είχανιστορικό ενός ενδομήτριου θανάτου.Ανευρέθη στατιστικά σημαντικά αυξημένη συχνότητα εμφάνισης τηςετεροζυγωτίας του παράγοντα FVL, της ομοζυγωτίας του πολυμορφισμού4G/4G του PAI-1 και της ομοζυγωτίας 807ΤΤ του GPIa στην ομάδα τωνγυναικών με αποβολές. Επιπρόσθετα οι γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές είχανστατιστικά σημαντικά αυξημένο αριθμό συνδυασμών θρομβοφιλικώνδιαταραχών σε σχέση με τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου.Συμπέρασματα: Στην παρούσα μελέτη μελετήθηκε ο ρόλος 8θρομβοφιλικών πολυμορφισμών μεμονωμένα ή σε συνδυασμό στον ελληνικόπληθυσμό σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές. Στατιστικά σημαντικές διαφορέςπαρατηρήθηκαν για την ετεροζυγωτία του παράγοντα FVL, την ομοζυγωτία4G/4G του PAI-1 και την ομοζυγωτία 807ΤΤ του GPIa. Ωστόσο δεν θα πρέπεινα παραλείπουμε τον πιθανό ρόλο που μπορεί να διαδραματίζουν οι υπόλοιποιθρομβοφιλικοί πολυμορφισμοί καθώς σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολέςπαρατηρήθηκε αυξημένη συχνότητα συνδυασμών θρομβοφιλικών μεταλλάξεων.


Nutrients ◽  
2015 ◽  
Vol 7 (8) ◽  
pp. 6670-6687 ◽  
Author(s):  
Wen-Xing Li ◽  
Shao-Xing Dai ◽  
Jun-Juan Zheng ◽  
Jia-Qian Liu ◽  
Jing-Fei Huang

Author(s):  
Dmytro Maltsev
Keyword(s):  
S 100 ◽  
Icd 10 ◽  

Обґрунтування. Доказова база асоціації генетичного дефіциту фолатного циклу (ГДФЦ) та розладів спектру аутизму (РАС) у дітей ґрунтується на результатах 5 мета-аналізів рандомізованих контрольованих клінічних досліджень. Системне запалення, яке виникає внаслідок ГДФЦ у дітей з РАС, розглядають як важливий механізм розвитку енцефалопатії.Потребує уточнення клінічна значущість феномену персистуючого системного запалення у дітей з РАС. Доцільним є вивчення зв’язку між підвищенням сироваткової концентрації тих чи інших прозапальних медіаторів і показниками нейронального пошкодження в таких випадках.Мета роботи: вивчити сироваткові концентрації типових прозапальних медіаторів фактору некрозу пухлини альфа (ФНП-альфа), інтерлейкіну ІЛ-6(ІЛ-6) та тумор-М2-піруваткінази (ТМ2ПК) у дітей з РАС, асоційованими з ГДФЦ, з уточненням їх зв’язку з сироватковими концентраціями маркерних молекул пошкодження нейронів ЦНС нейрон-специфічної енолази (НСЕ) та білка S-100 для розширення уявлень щодо впливу системної запальної реакції на розвиток енцефалопатії при даній патології і відкриття нових точок прикладення дії нейропротекторного лікування.Матеріали і методи. Досліджувану групу (ДГ) склали 138 дітей з діагнозом розладів спектру аутизму (DSM-IV-TR та ICD-10), у яких відзначався генетич-ний дефіцит фолатного циклу (MTHFR C677T + MTHFR A1298C і/або MTR A2756G і/або MTRR A66G; ПЛР). Контрольна група (КГ) включала 51 здорову дитину відповідного вікового і гендерного розподілу.Досліджували сироваткові концентрації прозапальних медіаторів ТМ2ПК, ФНП-альфа, ІЛ-6 та показників нейронального пошкодження – НСЕ та білкуS-100.Результати дослідження та їх обговорення. Відзначалося підвищення сироваткових концентрацій ТМ2ПК у 119 із 138 пацієнтів ДГ (86%) і тільки у 11 із 51 дітей КГ (22%) (p<0,05; Z<Z0,05), ФНП-альфа – у 85 із 138 дітей ДГ (62%) і тільки у 7 із 51 дітей КГ (14%) (p<0,05; Z<Z0,05), ІЛ-6 – у 43 із 138 дітей ДГ (31%) і тільки у 3 із 51 дітей КГ (6% випадків) (p<0,05; Z<Z0,05). Середні сироваткові концентрації ТМ2ПК в ДГ складала 63,1±3,74 ОД/мл порівняно з 23,2±0,91 ОД/мл в КГ (p<0,05; Z<Z0,05), ФНП-альфа – 13,7±0,65 пг/мл порівняно з 5,3±0,38 пг/мл в КГ (p<0,05; Z<Z0,05), ІЛ-6 – 8,7±0,57 пг/мл порівняно з 3,6±0,27 пг/мл в КГ (p<0,05; Z<Z0,05). ТМ2ПК, ФНП-альфа та ІЛ-6 суттєво відрізнялися за чутливістю, лабільністю і специфічністю як маркери системного запалення у дітей з РАС, асоційованими з ГДФЦ.Всі три досліджувані показники системного запалення були асоційовані зі зростанням сироваткової концентрації лабораторних індикаторів нейронального пошкодження ЦНС НСЕ і білку S-100, що вказує на зв›язок між системною запальною реакцією та розвитком енцефалопатії у дітей з РАС, асоційованими з ГДФЦ.Висновки. Отримані дані не тільки розширюють сучасні уявлення щодо розвитку системного запалення та його участі в формуванні енцефалопатії у дітей з РАС, асоційованими з ГДФЦ, однак і відкриває шлях для апробації сучасних антизапальних нейропротекторних лікувальних стратегій.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document