Εισαγωγή: Η Επίκτητη Πρόσθια Ανοιχτή Δήξη (ΕΠΑΔ) σε ενήλικες είναι μια συγκλεισιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σταδιακή απώλεια μασητικών επαφών, αρνητική κατακόρυφη πρόταξη, μειωμένη μασητική απόδοση και αισθητικές διαταραχές. Οδοντικές επαφές παρατηρούνται μόνο στους τελευταίους γομφίους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως εκμαγεία που προέρχονται από οδοντικούς φραγμούς ασθενών με ΕΠΑΔ, μπορούν να έρθουν σε μέγιστη συγγόμφωση αν αρθρωθούν με το χέρι. Η ΕΠΑΔ σε ενήλικες διαφοροποιείται από αυτή των ανηλίκων από την απουσία των αυξητικών λοβών στις κοπτικές ακμές των προσθίων δοντιών. Πρόσφατη αλλαγή στη σχέση άνω και κάτω οδοντικού τόξου και παρουσία σημείων αποτριβής στις κοπτικές ακμές των προσθίων δοντιών, σε ασθενείς με πρόσθια ανοιχτή δήξη αποδεικνύουν προϋπάρχουσα φυσιολογική σύγκλειση. Η αιτιολογία της ΕΠΑΔ δεν είναι τεκμηριωμένη, ενώ δύσκολα μπορεί να διερευνηθεί. Δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ άνω και κάτω οδοντικού φραγμού ορίζεται από την κροταφογναθική διάρθρωση (ΚΓΔ) και το νευρομυϊκό σύστημα, οι έρευνες μπορούν να επικεντρωθούν σε δύο βασικούς ανατομικούς παράγοντες: τη συμμετρική αλλοίωση της ΚΓΔ ή τη δυσαρμονία του κρανιοπροσωπικού συμπλέγματος και της μυϊκής δραστηριότητας. Σκοπός: Δεν υπάρχει στοχευμένη έρευνα επί της αιτιολογίας ανάπτυξης της ΕΠΑΔ, επομένως είναι αδύνατη η πρόβλεψή της στο γενικό πληθυσμό. Οποιαδήποτε απόπειρα διερεύνησης πιθανών αιτιολογικών παραγόντων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αναδρομικά. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας ήταν η διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης της ΕΠΑΔ σε ενήλικες με τη δομική ακεραιότητα της ΚΓΔ, τη θέση του κονδύλου εντός της κροταφικής γλήνης καθώς και τη συμμετρική διακονδυλική θέση εντός της γλήνης. Υπόθεση: Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αλλαγής των δομικών στοιχείων της ΚΓΔ και εμφάνισης ΕΠΑΔ. Άτομα με ΕΠΑΔ αναμένεται να παρουσιάζουν οστικές αλλοιώσεις της κεφαλής του κονδύλου και της κροταφικής γλήνης, συμμετρικά. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ΕΠΑΔ και θέσης του κονδύλου εντός της κροταφικής γλήνης. Άτομα με ΕΠΑΔ δεν αναμένεται να εμφανίζουν ιδανική σχέση κονδύλου με τα τοιχώματα της κροταφικής γλήνης, συγκριτικά με μετρήσεις που προκύπτουν από ακέραιες ανατομικά και υγιείς παθολογικά αρθρώσεις από τη μελέτη των Ikeda and Kawamura (2009). Οι μετρήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως Control Group. Άτομα με ΕΠΑΔ αναμένεται να εμφανίζουν συμμετρική διακονδυλική θέση εντός της γλήνης. Μέθοδος: Πενηντα-επτά άτομα με ΕΠΑΔ συγκεντρώθηκαν από τα ηλεκτρονικά αρχεία ιδιωτικής οδοντιατρικής κλινικής. Επιλέχθηκαν μόνο ασθενείς ηλικίας 20 ετών και άνω, ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης ανατομική διαμόρφωση της ΚΓΔ. Για 28 μόνο άτομα, από το σύνολο των ασθενών με ΕΠΑΔ, υπήρχε πρόσβαση σε ψηφιακά αρχεία υπολογιστικής τομογραφίας κωνικής δέσμης ΚΓΔ. Η ηλικία των ασθενών κυμαινόταν από 20 έως 61 έτη με μέση τιμή τα 35,93 έτη. Δύο ασθενείς ήταν άνδρες με μέση ηλικία τα 36,5 έτη και 26 ήταν γυναίκες με μέση ηλικία τα 36,5 έτη. Ένας έμπειρος προσθετολόγος μελέτησε τις υπολογιστικές τομογραφίες των ΚΓΔ, ξεχωριστά για κάθε πλευρά ασθενούς και κλήθηκε να αξιολογήσει τα παρακάτω απεικονιστικά χαρακτηριστικά: Ποιοτικά χαρακτηριστικά: αλλαγές στον όγκο του κονδύλου και οστικές αλλαγές στην κροταφική γλήνη. Κλίμακα τριών διαβαθμίσεων (0, 1 και 2) χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του βαθμού αλλοίωσης της κεφαλής του κονδύλου και της κροταφικής γλήνης σε τρία διαφορετικά παράλληλα οβελιαία επίπεδα με ενδιάμεση απόσταση μεταξύ αυτών τα 4 χιλ. Ποσοτικά χαρακτηριστικά: Η ανάλυση του διάρθριου χώρου πραγματοποιήθηκε σε τρεις θέσεις του κονδύλου (πρόσθια (Α), άνω (S) και οπίσθια (P)) σε τρία παράλληλα οβελιαία επίπεδα, με ενδιάμεση απόσταση 4 χιλ. μεταξύ αυτών. Επιπλέον των αρχικών μετρήσεων υπολογίστηκε η διαφορά A-P, οι λόγοι A/P, S/A, S/P και η λογαριθμική αναλογία του διαθέσιμου αρθρικού χώρου (εξίσωση Pullinger) για κάθε κόνδυλο και για κάθε οβελιαία παράλληλο. Αποτελέσματα: Ποιοτικά χαρακτηριστικά: Η πλειοψηφία των ατόμων εμφανίζει δομικά ακέραιες αρθρώσεις ή ήπιες οστικές αλλοιώσεις. Σύμφωνα με τη στατιστική επεξεργασία, παρατηρείται συμμετρία ως προς τις οστικές αλλοιώσεις μεταξύ δεξιάς και αριστερής ΚΓΔ στο ίδιο άτομο. Ποσοτικά χαρακτηριστικά: Η απόσταση κονδύλου με το πρόσθιο αρθρικό τοίχωμα σε ασθενείς με ΕΠΑΔ εμφανίζεται αυξημένη σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (P value: 0.001), τόσο για τη δεξιά όσο και για την αριστερή ΚΓΔ. Το ίδιο ισχύει και για την απόσταση του κονδύλου με την οροφή της κροταφικής γλήνης (P value: 0.035) στην αριστερή ΚΓΔ (τα αποτελέσματα αυτά βασίζονται στις μετρήσεις της κεντρικής οβελιαίας τομής του κονδύλου μόνο). Από τις συγκρίσεις των μετρήσεων μεταξύ δεξιάς και αριστερής ΚΓΔ, διαπιστώνεται συμμετρική θέση των κονδύλων εντός της γλήνης. Η μόνη στατιστικά σημαντική ασυμμετρία διαπιστώθηκε στη σχέση των έσω πόλων των κονδύλων με το άνω αρθρικό τοίχωμα. Συμπεράσματα: Η απόσταση κονδύλου με πρόσθιο αρθρικό τοίχωμα σε ασθενείς με ΕΠΑΔ εμφανίζεται μειωμένη σε βαθμό στατιστικά σημαντικό, τόσο για τη δεξιά όσο και για την αριστερή ΚΓΔ, καθώς και για την απόσταση του κονδύλου με την οροφή της κροταφικής γλήνης στην αριστερή μόνο ΚΓΔ. Παρά την αυξημένη απόσταση με το πρόσθιο τοίχωμα, οι ασθενείς με ΕΠΑΔ διατηρούν φυσιολογική απόσταση με το οπίσθιο τοίχωμα σύμφωνα με τις τιμές αναφοράς των Ikeda και Kawamura (2009), επομένως θα μπορούσε να υποτεθεί πως δεν υπάρχει οπίσθια παρεκτόπιση του κονδύλου, αλλά περιστροφική κίνηση η οποία οδηγεί σε αυξημένη πρόσθια απόσταση εξ αιτίας της ανατομίας της κεφαλής του κονδύλου. Η πλειοψηφία των ατόμων με ΕΠΑΔ εμφάνισε δομικά ακέραιες αρθρώσεις ή ήπιες οστικές αλλοιώσεις, καταλήγοντας πως οι δομικές αλλαγές της ΚΓΔ αποτελούν ικανή αλλά όχι και αναγκαία συνθήκη για την ενεργοποίηση και εξέλιξη της πρόσθιας ανοιχτής δήξης. Επιπλέον παρατηρείται συμμετρία ως προς τις οστικές αλλοιώσεις μεταξύ δεξιάς και αριστερής ΚΓΔ στο ίδιο άτομο. Από τις συγκρίσεις των μετρήσεων μεταξύ δεξιάς και αριστερής ΚΓΔ, διαπιστώνεται συμμετρική θέση των κονδύλων εντός της γλήνης, ενώ η μόνη στατιστικά σημαντική ασυμμετρία διαπιστώνεται στη σχέση των έσω πόλων των κονδύλων με το άνω αρθρικό τοίχωμα. Η ασυμμετρία αυτή θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι τα ανατομικά σημεία αναφοράς για την αξιολόγηση της μορφολογίας των κονδύλων πέραν των 3,5 χιλ από το μετωπιαίο κέντρο του, παύουν να είναι ευκρινή.