scholarly journals RP-HPLC-PDA-ESI-MS/MS screening of bioactive compounds from Degla-Beida dates: Conventional and green extraction technologies

Author(s):  
Kahina  Djaoud ◽  
◽  
Maria Daglia ◽  
Arold J. T . Sokeng ◽  
Ferriel  Kermiche ◽  
...  
Author(s):  
Aboli Girme ◽  
Prajkta Bhoj ◽  
Ganesh Saste ◽  
Sandeep Pawar ◽  
Amit Mirgal ◽  
...  

Abstract Background Ocimum genus known as Tulsi or Basil is a prominent botanical class in Asian culture, especially in India. The leaves have an immunomodulatory, antioxidant, stress-relieving, and adaptogenic role in traditional and modern medicine, with prominent usage in herbal teas and nutraceuticals. Objective The HPLC-PDA method was developed and validated for vicenin-2, orientin, cynaroside, betulinic acid, genistein, with syringic acid, rosmarinic acid, eugenol, carnosic acid, oleanolic acid, ursolic acid, luteolin, apigenin for quantification and confirmed using a novel ESI -MS/MS method in the Ocimum samples. Method The methodology parameters were developed on the RP-C18 column with a gradient elution of 1 mL/min flow rate for 0.1% o-phosphoric acid and acetonitrile at 210 and 340 nm wavelengths. Result The validation data for 13 bioactive compounds showed good linearity (r2> 0.99) with sensitive LOD (0.034-0.684 µg/mL) and LOQ (0.100-2.068 µg/mL) with recoveries (83.66-101.53%).The results were found precise (RSD,<5.0%) and accurate (RE, -0.60-1.06) for the quantification. The method performance was verified and found robust by analyzing ten samples of O. tenuiflorum from the ten geographical states of India (RSD, < 5.0%). Conclusion The validated HPLC-PDA method was found selective and suitable for analyzing thirteen compounds in O. tenuiflorum and twelve cultivars from the Ocimum genus as a quality control tool. This method can be used in routine analysis as an inexpensive alternative to advanced techniques. Highlights This work is the first to report for vicenin-2, orientin, cynaroside, betulinic acid, and genistein, with simultaneous analysis of eight bioactive compounds in the Ocimum genus.


2014 ◽  
Vol 307 (8) ◽  
pp. G769-G776 ◽  
Author(s):  
Na Tian ◽  
Guoxian Wei ◽  
Detlef Schuppan ◽  
Eva J. Helmerhorst

Rothia mucilaginosa, a natural microbial inhabitant of the oral cavity, cleaves gluten (gliadin) proteins at regions that are resistant to degradation by mammalian enzymes. The aim of this study was to investigate to what extent the R. mucilaginosa cell-associated enzymes abolish gliadin immunogenic properties. Degradation of total gliadins and highly immunogenic gliadin 33-mer or 26-mer peptides was monitored by SDS-PAGE and RP-HPLC, and fragments were sequenced by liquid chromatography and electrospray ionization tandem mass spectrometer (LC-ESI-MS/MS). Peptide deamidation by tissue transglutaminase (TG2), a critical step in rendering the fragments more immunogenic, was assessed by TG2-mediated cross-linking to monodansyl cadaverine (MDC), and by a +1-Da mass difference by LC-ESI-MS. Survival of potential immunogenic gliadin epitopes was determined by use of the R5 antibody-based ELISA. R. mucilaginosa-associated enzymes cleaved gliadins, 33-mer and 26-mer peptides into smaller fragments. TG2-mediated cross-linking showed a perfect inverse relationship with intact 33-mer and 26-mer peptide levels, and major degradation fragments showed a slow rate of MDC cross-linking of 6.18 ± 2.20 AU/min compared with 97.75 ± 10.72 and 84.17 ± 3.25 AU/min for the intact 33-mer and 26-mer, respectively, which was confirmed by reduced TG2-mediated deamidation of the fragments in mass spectrometry. Incubation of gliadins with Rothia cells reduced R5 antibody binding by 20, 82, and 97% after 30 min, 2 h, and 5 h, respectively, which was paralleled by reduced reactivity of enzyme-treated 33-mer and 26-mer peptides in the R5 competitive ELISA. Our broad complementary approach to validate gluten degrading activities qualifies R. mucilaginosa-associated enzymes as promising tools to neutralize T cell immunogenic properties for treatment of celiac disease.


Plants ◽  
2021 ◽  
Vol 10 (10) ◽  
pp. 2218
Author(s):  
Irene Sánchez-Gavilán ◽  
Esteban Ramírez Chueca ◽  
Vicenta de la Fuente García

(1) Background: this study describes bioactive compounds in the following halophytes: Sarcocornia (S. alpini, S. pruinosa, and S. perennis) and Arthrocnemum (A. macrostachyum). The material comes from: coastal marshes in Tinto River, Guadiana River, and some interior provinces from the Iberian Peninsula. (2) Methods: the techniques used were Folin–Ciocalteu, GC-MS, and ESI-MS/MS. (3) Results: Five phenolic acids were found in Sarcocornia: trans-cinnamic, salicylic, veratric, coumaric, and caffeic acids. In addition, in Arthronemum, ferulic acid was also detected. The obtained flavonoids were cyanidin-3-O-arabinoside, luteolin-7-glucoside, dihydroquercetin, and p-coumaroyl-glucoside. They also presented fatty acids, such as palmitic, linoleic, and oleic acids in Sarcocornia, while palmitic, linolenic, and stearic acids were the main fatty acids in A. macrostachyum. (4) Conclusions: the high diversity of the compounds identified confirms the relation between nutritional interest and salt tolerance in halophytes.


2013 ◽  
Author(s):  
Αθηνά Μπούλακα
Keyword(s):  
Ex Vivo ◽  
Esi Ms ◽  
Rp Hplc ◽  

Το Viscum album είναι ένα παρασιτικό φυτό γνωστό από την αρχαιότητα γιατις θεραπευτικές του ιδιότητες. Το 1917 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στηθεραπεία του καρκίνου και έκτοτε αρκετές μελέτες έχουν γίνει για την αντικαρκινικήδράση του εκχυλίσματος του αλλά και των πρωτεϊνών του (λεκτίνες καιβισκοτοξίνες), η οποία επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως οι εποχικέςδιακυμάνσεις. Πολλές μελέτες αναφέρουν ότι η αντικαρκινική δράση του φυτού δενβασίζεται εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των λεκτινών και των βισκοτοξινών, αλλάυπάρχουν και άλλα μόρια, χαμηλού μοριακού βάρους, τα οποία δρουν επίσηςκυτταροτοξικά. Παρόλα αυτά, ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει για τα συστατικάχαμηλού μοριακού βάρους του φυτού.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή απομονώθηκαν τα λιπιδιακά κλάσματατου φυτού Viscum album ssp. abietis κατά τη διάρκεια δύο διαφορετικών εποχώνσυγκομιδής, της χειμερινής (Δεκέμβριος-Ιανουάριος) και της καλοκαιρινής (Ιούνιος-Ιούλιος) περιόδου σύμφωνα με τις μεθόδους Bligh-Dyer και Galanos-Kapoulas καικατόπιν μελετήθηκε η κυτταροτοξική τους δράση στις κυτταρικές σειρές MCF-7 καιMRC-5 με τη μέθοδο του ΜΤΤ. Το κλάσμα που εμφάνισε την ισχυρότερηκυτταροτοξική δράση κατά τη διάρκεια και των δύο εποχών, αναλύθηκε περαιτέρωμε χρωματογραφία λεπτής στιβάδας (TLC). Κατόπιν πραγματοποιήθηκε ποσοτικόςπροσδιορισμός των λιπιδιακών συστατικών που απομονώθηκαν μέσω οξείδωσης μεδιχρωμικό άλας και έπειτα μελετήθηκε η κυτταροτοξική δράση τους στις κυτταρικέςσειρές MCF-7 και MRC-5 χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ΜΤΤ. Ο έλεγχος τουμηχανισμού του κυτταρικού θανάτου που προκαλεί το λιπιδιακό συστατικό με τηνισχυρότερη κυτταροτοξική δράση στα καρκινικά κύτταρα και την ασθενέστερηδράση στα φυσιολογικά κύτταρα μελετήθηκε με τη μέθοδο της ηλεκτροφόρησηςDNA σε πήκτωμα αγαρόζης. Έπειτα αυτό το λιπιδιακό συστατικό ταυτοποιήθηκε μετη μέθοδο της Υψηλής Ανάλυσης Υγρής Χρωματογραφίας Ανάστροφης Φάσης (RP-HPLC) και την τεχνική της Φασματοσκοπίας Μάζας μέσω ιονισμού μεηλεκτροψεκασμό (ESI-MS).Η δοσοεξαρτώμενη και χρονοεξαρτώμενη αντικαρκινική δράση της δομικάανάλογης ουσίας του συστατικού αυτού μελετήθηκε περαιτέρω στις κυτταρικέςσειρές LMS, MCF-7, U2OS, HeLa και MRC-5 με τις μεθόδους ΜΤΤ και Trypanblue. Επίσης μελετήθηκε η ικανότητα ανάπτυξης αποικιών των νεοπλασματικώνκυττάρων LMS και MCF-7 έπειτα από επώαση τους με αυξανόμενες συγκεντρώσειςτου συστατικού αυτού. Ο μηχανισμός θανάτου που προκαλεί η ουσία στα κύτταραμελετήθηκε με τη μέθοδο ηλεκτροφόρησης DNA σε πήκτωμα αγαρόζης στιςκυτταρικές σειρές LMS, MCF-7 και MRC-5, καθώς επίσης και μέσω κυτταρομετρίαςροής χρησιμοποιώντας την καρκινική κυτταρική σειρά MCF-7. Επιπλέον ελέγχτηκε ηανασταλτική δράση της ουσίας αυτής στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων τουανθρώπου ex vivo. Ακολούθησε έλεγχος της τοξικής δράσης του λιπιδιακούσυστατικού σε επίμυες Wistar μέσω των μοντέλων οξείας και χρόνιας τοξικότηταςκαι έπειτα μελετήθηκε η αντικαρκινική δράση του σε καρκινοπαθείς επίμυες Wistarέπειτα από πρόκληση κακοήθους νεοπλασίας μέσω ενοφθαλμισμούλειομυοσαρκωματικών κυττάρων LMS.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το λιπιδιακό κλάσμα του φυτού με τηνισχυρότερη κυτταροτοξική δράση είναι το αιθερικό κλάσμα, το οποίο περιέχει όλα ταουδέτερα λιπίδια του φυτού (τερπένια, υδρογονάνθρακες, στερόλες). Ηχρωματογραφία λεπτής στιβάδας αποκάλυψε την ύπαρξη 6 κοινών λιπιδιακώνσυστατικών κατά την καλοκαιρινή και χειμερινή εποχή συγκομιδής και 2 επιπλέονλιπιδιακών συστατικών κατά την χειμερινή εποχή συγκομιδής. Οι συγκεντρώσεις τωνλιπιδιακών συστατικών που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια και των 2 εποχώνσυγκομιδής παρατηρείται ότι διαφέρουν και εμφανίζονται αυξημένες κατά τηδιάρκεια του χειμώνα. Επίσης η κυτταροτοξική δράση των λιπιδιακών συστατικώνείναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου. Το λιπιδιακό συστατικόμε την ισχυρότερη κυτταροτοξική δράση στα καρκινικά κύτταρα και τηνασθενέστερη δράση στα φυσιολογικά κύτταρα απομονώθηκε κατά τη διάρκεια τηςχειμερινής εποχής συγκομιδής. Η ταυτοποίηση του συστατικού αυτού έδειξε ότιπρόκειται για ένα διτερπένιο, δομικά ανάλογο της σκλαρεόλης Η σκλαρεόλη προκαλεί κυτταρικό θάνατο μέσω του μηχανισμού τηςαπόπτωσης με δοσοεξαρτώμενο και χρονοεξαρτώμενο τρόπο και οι βλάβες πουπροκαλεί στα καρκινικά κύτταρα είναι μη αναστρέψιμες. Επίσης η σκλαρεόληπροκαλεί αναστολή της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων η οποία αυξάνεται σεαυξανόμενες συγκεντρώσεις της ex vivo.Οι in vivo μελέτες έδειξαν ότι η σκλαρεόλη δεν προκαλεί θάνατο σε επίμυεςWistar, ακόμα και σε πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις (LD50>5g/kg). Η άμεση χορήγησημεγάλων συγκεντρώσεων της προκαλεί πνευμονικό οίδημα, αντιθέτως η σταδιακήχορήγηση της σκλαρεόλης, ακόμα και πολύ μεγάλων συγκεντρώσεων, δεν προκαλείβλάβη στα όργανα των πειραματόζωων. Οι παρενέργειες που προκαλεί σταπειραματόζωα έπειτα από χορήγηση μεγάλων συγκεντρώσεων της είναι δυσκινησία,καταστολή και δυσκολία στην αναπνοή, τα οποία επανέρχονται έπειτα από 24 ώρεςστη φυσιολογική τους κατάσταση. Επιπλέον μειώνει το μέγεθος του όγκουκαρκινοπαθών επίμυων Wistar κατά ένα μικρό ποσοστό (16%) ενώ αυξάνει τον χρόνοεπιβίωσης τους κατά 35% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.Σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, αποδεικνύεται ότι το χαμηλού μοριακούβάρους διτερπένιο που απομονώθηκε από το φυτό, εμφανίζει αντικαρκινική δράση ηοποία εξαρτάται από την εποχή συγκομιδής του φυτού. Επίσης η σκλαρεόλη, ηδομικά ανάλογη ουσία του συστατικού αυτού, φέρει ισχυρή κυτταροτοξική δράση invitro. Λόγω της χαμηλής τοξικότητας που εμφανίζει και τον ήπιων παρενεργειών πουπροκαλεί in vivo, αποτελεί ένα συστατικό ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, το οποίομελλοντικά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένας νέος αντινεοπλασματικόςπαράγοντας.


Toxicon ◽  
2006 ◽  
Vol 47 (6) ◽  
pp. 614-627 ◽  
Author(s):  
David Wilson ◽  
Paul F. Alewood
Keyword(s):  
Esi Ms ◽  
Rp Hplc ◽  

Molecules ◽  
2019 ◽  
Vol 24 (19) ◽  
pp. 3511 ◽  
Author(s):  
Federica Corana ◽  
Valentina Cesaroni ◽  
Barbara Mannucci ◽  
Rebecca Michela Baiguera ◽  
Anna Maria Picco ◽  
...  

Hericium erinaceus is a medicinal mushroom that contains many molecules promising a plethora of therapeutic properties. In this study, the strain H.e.2 (MicUNIPV, University of Pavia, Italy) was isolated from a sporophore collected in Tuscany (Italy). Mycelium, primordium, and wild type and cultivated sporophores were analyzed by HPLC-UV-ESI/MS. Erinacine A in the mycelium and hericenones C and D in the sporophores were quantified by comparison with their standard molecules. For the first time, H. erinaceus primordium was also investigated for the presence of these molecules. Comparing with the literature data, hericenes, molecules structurally similar to hericenones, were present in all our samples. The highest contents of hericenones C and D were detected in cultivated sporophores, compared to the wild type. The comparison of these data with those of another Italian H. erinaceus strain (H.e.1 MicUNIPV) was discussed. The results led us to select H. erinaceus strains more suitable for mycelium production or sporophore cultivation to obtain extracts with a higher content of bioactive compounds. This work provides a further step towards standardizing the procedures in the development of dietary supplements made from mushrooms.


2012 ◽  
Vol 6 (1) ◽  
pp. 45-53 ◽  
Author(s):  
Karima Dhaouadi ◽  
Faten Raboudi ◽  
Lorena Funez-Gomez ◽  
David Pamies ◽  
Carmen Estevan ◽  
...  

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document