Economies of Gift - Positivity of Justice: The Mutual Paranoia of Jacques Derrida and Niklas Luhmann

2021 ◽  
pp. 379-404
Author(s):  
Gunther Teubner
2007 ◽  
Vol 13 (1-2) ◽  
Author(s):  
Gunther Teubner

ZusammenfassungDer Beitrag setzt sich mit den Gerechtigkeitskonzepten von Niklas Luhmann und Jacques Derrida auseinander. Die These lautet, dass Gerechtigkeit nicht nur auf die Kontingenz, sondern auch auf die Transzendenz des Rechts zielt. Gerechtigkeit ist nicht als rechtliches Entscheidungskriterium oder als oberstes Rechtsprinzip zu verstehen, sondern als juridische Selbstbeschreibung, die das Rechtssystem zu seiner Selbsttranszendierung zwingt, es dann aber sogleich wieder unter den Fortsetzungszwang setzt, weitere rechtsimmanente Operationen zu produzieren. Dabei erzeugen die restriktiven Bedingungen des Rechtssystems - Entscheidungszwang, Normierungszwang, Begründungszwang - zwangsläufig neue Ungerechtigkeit, gegen welche die Gerechtigkeit dann erneut protestieren muss, um sich dann wieder den Zwängen des Rechtssystems auszusetzen.


2016 ◽  
Vol 9 (2) ◽  
Author(s):  
Isabela De castro Franco ◽  
Rafael Lazzarotto Simioni

2008 ◽  
Vol 29 (1) ◽  
Author(s):  
Gunther Teubner

ZusammenfassungIn Auseinandersetzung mit Niklas Luhmann und Jacques Derrida verfolgt der Beitrag die Frage, ob die Rechtssoziologie zur Formulierung eines heute plausiblen und sozialadäquaten Gerechtigkeitskonzeptes beizutragen vermag. Unter Bedingungen der Polykontexturalität, so lautet die These, ist Gerechtigkeit nicht nur als Kontingenzformel, sondern als Transzendenzformel des Rechtes zu verstehen. Gerechtigkeit kann nicht mehr als rechtliches Entscheidungskriterium oder als oberstes Rechtsprinzip dienen, sondern ist selbst der Prozess juridischer Selbstbeschreibung, der das Rechtssystem zu seiner Selbsttranszendierung zwingt, der es aber sogleich wieder unter den Fortsetzungszwang setzt, weitere rechtsimmanente Operationen zu produzieren. Doch erzeugen die restriktiven Bedingungen des Rechtssystems - Entscheidungszwang, Normierungszwang, Begründungszwang - zwangsläufig neue Ungerechtigkeit, gegen welche die Gerechtigkeit dann erneut protestieren muss, um sich dann wieder den Zwängen des Rechtssystems aussetzen zu müssen.


2001 ◽  
Author(s):  
Θεόδωρος Γεωργίου

Το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι συνδέεται άρρηκτα με την αλλαγή, την μεταβολή, τον μετασχηματισμό. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η δυναμική της αλλαγής και η δυνατότητά του να εκφράζει την συνείδηση της εποχής του. Ο 20ος αιώνας κατέχει κεντρική θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο βαθμό που κατά την διάρκεια του επεκράτησε το γλωσσο-επικοινωνιακό «παράδειγμα» της φιλοσοφικής σκέψης.¹ Είναι γνωστό πώς ο Descartes αρχικώς και αργότερα ο Kant θεμελίωσαν το υποκειμενοκεντρικό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας, δηλ. εκείνον τον τύπο του σκέπτεσθαι, ο οποίος θέτει σε πρώτη μοίρα το υπερβατικό υποκείμενο και την αρχή της ταυτότητας. Το υποκειμενοκεντρικό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας αποτέλεσε εξ αρχής αντικείμενο κριτικής και ελέγχου.² Η κριτικό-ερμηνευτική παράδοση της θεωρίας έθεσε στο κέντρο της κριτικής της τις αρχές της υποκειμενικότητας και της ταυτότητας και διετύπωσε το αίτημα του επαναπροσδιορισμού του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Το ίδιο αλλά με διαφορετικούς όρους και διαφορετικές προοπτικές συνέβη και με την γλωσσο-αναλυτική φιλοσοφική παράδοση.³ Στο παρόν βιβλίο σκιαγραφείται η μετάβαση από το υποκειμενοκεντρικό στο γλωσσοεπικοινωνιακό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύεται με βάσιμη επιχειρηματολογία ότι η φιλοσοφία είναι δυνατή ως κριτική κοινωνική θεωρία, της οποίας το πραγματολογικό θεμέλιο είναι οι συναλλακτικές σχέσεις ανάμεσα στους δρώντες. Το παρόν βιβλίο διαιρείται σε τρία κεφάλαια (μέρη): στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η κριτική κοινωνική θεωρία υπό την κλασική εκδοχή της. Κύριοι εκπρόσωποι της θεωρούνται οι φιλόσοφοι Max Horkheimer, Theodor W. Adorno, Walter Benjamin και Herbert Marcuse. Χωρίς να υποτιμάται η συμβολή και των άλλων μελών της Σχολής της Φρανκφούρτης στην ανανέωση της φιλοσοφίας, η θεωρητική έρευνα περιορίζεται σ’ αυτούς τους τέσσερεις φιλοσόφους, επειδή ιδιαιτέρως σ’ αυτούς και στο έργο τους διαμορφώνεται η πεποίθηση της «διαλεκτικής» του εξορθολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική και θεωρητική δυναμική του εξορθολογισμού συνδέεται άρρηκτα με τους πραγματολογικούς όρους της υπονόμευσής της. «Η διαλεκτική του διαφωτισμού», καθίσταται καθολική αρχή συγκρότησης των όντων. Η δυνατότητα διάσωσης του διαφωτισμού έγκειται στην αισθητική διεύρυνση της έννοιας, πράγμα το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στην άμβλυνση της κυριαρχίας πάνω στη φύση και της κοινωνικής κυριαρχίας. Κατά τον Adorno η επίτευξη της κοινωνικής συμφιλίωσης συμπίπτει «με την μετάβαση σ’ ένα άλλο είδος του σκέπτεσθαι» (Αρνητική Διαλεκτική). Η θεωρητική έρευνα για έναν άλλο τύπο του σκέπτεσθαι εκτίθεται στο δεύτερο μέρος, στο οποίο και αποσαφηνίζεται η ιδέα της «αλλαγής παραδείγματος» στη φιλοσοφία. Στο τμήμα αυτό της εργασίας δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην θεωρητική προβληματική του φιλοσόφου Jürgen Habermas. Είναι εκείνος, ο οποίος προώθησε την ιδέα του επικοινωνιακώς πράττειν και θεμελίωσε την φιλοσοφία ως γλωσσοεπικοινωνιακή θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι έθεσε τις βάσεις για την πραγματολογική μετάβαση από την «δικτατορία του Λόγου στην Δημοκρατία του Διαλόγου» κατά τον Δημ. Μαρκή.⁴ Η επικοινωνιακή θεωρία των Habermas και Apel συγκροτεί τον νέο τύπο του σκέπτεσθαι για τον οποίο μιλούσε ο Adorno. Θέτει η ίδια τα κριτήρια, με βάση τα οποία κρίνεται η εγκυρότητα των προτάσεών της. Το επιστημολογικό αυτό χαρακτηριστικό της είναι εκείνο το στοιχείο, μέσω του οποίου συντελείται η υπέρβαση του «κανονιστικού ελλείμματος» της κλασικής κριτικής θεωρίας. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αποσαφηνίζεται ο «μετασχηματισμός της φιλοσοφίας», ο οποίος δεν είναι μόνον πραγματολογικός αλλά περιλαμβάνει και καθαρά περιεχομενικά στοιχεία. Οι γάλλοι μεταστρουκτουραλιστές Michel Foucault, Gilles Deleuze και Jacques Derrida αποτελούν, όπως και στην περίπτωση της κλασικής κριτικής θεωρίας, τους επιστημολογικούς οδοδείκτες της ιστορικής πορείας του σκέπτεσθαι προς τον ριζικό μετασχηματισμό του. Η «διαφορά» καθίσταται η έννοια -κλειδί για να συλλάβει κανείς την «αλλαγή παραδείγματος» στη φιλοσοφία. Στην περίπτωση του Niklas Luhmann, θεμελιωτή της θεωρίας των κοινωνικών συστημάτων, η έννοια-κλειδί είναι το σύστημα. Ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου ισχυρίζεται ότι η «φιλοσοφία της διαφοράς» και η συστημική θεωρία συγκλίνουν και όσον αφορά τους επιστημολογικούς στόχους τους (την ριζική κριτική του υποκειμενοκεντρισμού) και όσον αφορά τα πραγματολογικά αποτελέσματα (την εγκαθίδρυση του γλωσσοεπικοινωνιακού «παραδείγματος» της φιλοσοφίας).⁵ Οι συναλλακτικές σχέσεις και επαφές ανάμεσα στους δρώντες δεν καταλήγουν πάντοτε σε συνεννόηση. Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά συστήματα έχουν αντικαταστήσει τα όντα του παλαιού οντολογικού «παραδείγματος» και έχουν απωθήσει το υπερβατικό υποκείμενο του υποκειμενοκεντρικού «παραδείγματος». Η «διαφορά» ως πραγματολογική συνθήκη αποτελεί τον κατεξοχήν κοινωνικό τόπο της επικοινωνίας των δρώντων. Τέλος, τόσο η «φιλοσοφία της διαφοράς» όσο και η συστημική θεωρία συγκροτούνται ως τύποι κριτικής θεωρίας, στο βαθμό που ενσωματώνουν την πραγματολογική δυνατότητα της αλλαγής της κοινωνικής πραγματικότητας. […]


2015 ◽  
Vol 3 (2) ◽  
pp. 87
Author(s):  
Carsten Petersen Pallesen

<p align="center">The article examines the role of narrative discourse in religious education and communication as represented in Kirsten M. Andersen’s Kantian approach. In Hegel’s Lutheran perspective figurative thinking is deconstructed in forms of interpretive narrative, the topos of the speculative Good Friday. On this account the words (and deeds) of Jesus should be understood as an unprecedented revolutionary <em>parrhesia</em>. Hegel’s pervasive awareness of the linguistic mediation, translation and appropriation anticipates the role of language and communication in hermeneutics and deconstruction. The proposed alternative to the Kantian account is inspired by Paul Ricoeur, Günter Bader, Niklas Luhmann, Jacques Derrida and Catherine Malabou.</p>


CounterText ◽  
2015 ◽  
Vol 1 (2) ◽  
pp. 232-269 ◽  
Author(s):  
Ivan Callus

In this essay Ivan Callus provides some reflections on literature in the present. He considers the tenability of the post-literary label and looks at works that might be posited as having some degree of countertextual affinity. The essay, while not setting itself up as a creative piece, deliberately structures itself unconventionally. It frames its argument within twenty-one sections that are self-contained but that also echo each other in their attempt to develop an overarching argument which draws out some of the challenges that lie before the countertextual and the post-literary. Punctuating the essay and contributing to its unconventional take on the practice of literary criticism is a series of exercises for the reader to complete, if so wished; the essay makes no attempt, however, to suggest that a countertextual criticism ought to make a routine of such devices. The separate sections contain reflections on a number of texts and writers, among them, and in order of appearance, Hamlet, Anthony Trollope, Jacques Derrida, The Time Machine, Don Quixote, Mark Z. Danielewski, Mark B. N. Hansen, Gunter Kress, Scott's Reliquiae Trotcosienses, W. B. Yeats, Kate Tempest, David Jones, Anne Michaels, Bernice Eisenstein, Paul Auster, J. M. Coetzee, Billy Collins, Deidre Shauna Lynch, Tim Parks, Tom McCarthy – and Hamlet again. The essay's length fulfils a performative function but also facilitates as extensive a catalogue of aspects of the countertextual in literature and elsewhere as is feasible or as might be dared at this stage.


Derrida Today ◽  
2014 ◽  
Vol 7 (1) ◽  
pp. 79-101
Author(s):  
Joanna Hodge

This essay responds to the Nancean account of presentation, evoked in the opening citation, in order to trace out in Nancy's enquiries a disruption of Husserlian presentation, and a re-thinking of materiality on the edge of classical phenomenology. It stages a non-encounter between the writings of Jean-Luc Nancy and of Jacques Derrida in relation to a third term, the Lacanian conception of the ‘real’. Thereby it can be shown how these writings touch on each other, in response to phenomenology and to psychoanalytical theory, but do not engage. All the same, the claim to be made is that the writings of Nancy and Derrida converge in forming a third option, alongside the secularised phenomenologies of Sartre and Merleau-Ponty and the Christian phenomenologies of Jean-Luc Marion and Michel Henry, by marking up the event of Lacan's reformulation of Freud's psychoanalytical theorising.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document