Τα προγράμματα αποκατάστασης σε νερό έχουν αποδειχθεί ότι καλύπτουν μία ευρεία κλίμακα παθήσεων, από οξείς τραυματισμούς έως χρόνια νοσήματα. Οι ασθενείς με ΧΝΝ τελικού σταδίου που υποβάλλονται σε περιοδική αιμοκάθαρση, εμφανίζουν μειωμένη φυσική επάρκεια και χαμηλά ποσοστά συμμετοχής σε προγράμματα άσκησης, λόγω των πολλαπλών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν και του φόβου εμφάνισης επιπλοκών. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση και αξιολόγηση της επίδρασης ενός προγράμματος άσκησης στο νερό στην λειτουργική ικανότητα και ποιότητα ζωής αιμοκαθαιρόμενων ασθενών τελικού σταδίου και η σύγκριση αυτού του τύπου άσκησης με τη γύμναση κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης. Στη μελέτη συμμετείχαν 42 ασθενείς, που χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες, σύμφωνα με το πρωτόκολλο άσκησης που ακολούθησαν. Στην ομάδα Α εντάχθηκαν δεκαπέντε ασθενείς που ακολούθησαν πρόγραμμα άσκησης σε πισίνα, με κλασική κολύμβηση και υδρογυμναστική. Το πρόγραμμα περιελάμβανε αερόβια άσκηση για 30-40 λεπτά και ασκήσεις ενδυνάμωσης για 10-15 λεπτά, επί 4 μήνες, 3 φορές την εβδομάδα. Στην ομάδα Β συμμετείχαν επίσης δεκαπέντε ασθενείς που ασκήθηκαν κατά την διάρκεια της αιμοκάθαρσης στην μονάδα Τεχνητού Νεφρού της Νεφρολογικής κλινικής, με πρόγραμμα αερόβιας άσκησης και ασκήσεις ενδυνάμωσης άνω και κάτω άκρων. Το πρόγραμμα περιελάμβανε αερόβια άσκηση σε εργοποδήλατο, διάρκειας 20-40 λεπτά και ασκήσεις ενδυνάμωσης με λάστιχα και βαράκια, επί 4 επίσης μήνες, 3 φορές την εβδομάδα. Η ομάδα Γ (άτομα 12) αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου, με αντίστοιχης ηλικίας αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς που διήγαν καθιστική ζωή. Σε όλους κατά την έναρξη της μελέτης πραγματοποιήθηκε κλινικός έλεγχος, που περιελάμβανε κλινική εξέταση, λήψη ιστορικού, και δοκιμασίες πεδίου για την εκτίμηση της λειτουργικής τους ικανότητας. Τα τεστ που εξετάσθηκαν οι ασθενείς ήταν 1) η 6λεπτη δοκιμασία βαδίσματος (6 min walk test-6MWT), για εκτίμηση της καρδιαγγειακής αντοχής και της λειτουργικής ικανότητας, 2) η δοκιμασία «Κάθισμα-όρθια θέση –κάθισμα» (sit to stand test) για τον καθορισμό της μυϊκής δύναμης 3) η δοκιμασία «Sit and Reach» για αξιολόγηση της ευλυγισίας των οπίσθιων μηριαίων, 4) το ισομετρικό «Hand Grip test» για την αποτίμηση της δύναμης χειρολαβής, και 5) η δοκιμασία «Έγερση και απομάκρυνση» (“Timed Up and Go”) για την εκτίμηση της κινητικότητας τους. Επίσης όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο Short Form-36 Questionnaire (SF-36), για την εκτίμηση της ποιότητας ζωής τους. Όλοι οι συμμετέχοντες ασθενείς εξετάστηκαν στις ίδιες δοκιμασίες μετά το τέλος των τεσσάρων μηνών και το πέρας των προγραμμάτων άσκησης. Κατά την έναρξη της μελέτης όλες οι τιμές των ασθενών ήταν παρεμφερείς, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές. Με το πέρας της 4-μηνης γύμνασης διαφορές εμφανίστηκαν σχεδόν σε όλες τις μετρούμενες παραμέτρους από την αρχική στη τελική μέτρηση, με τις ασκούμενες ομάδες να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους. Συγκεκριμένα μετά το πέρας των 4 μηνών, οι ασθενείς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα άσκησης στο νερό, παρουσίασαν σημαντική αύξηση στην απόσταση που διένυσαν στην «6-λεπτη δοκιμασία βαδίσματος» κατά 12%, (p<0,05) και η ομάδα Γ εμφάνισε μείωση της επίδοσής της κατά 9,74% (p<0,05) σε σχέση με την αρχική της μέτρηση. Η ομάδα Β δεν εμφάνισε στατιστικά σημαντικές διαφορές. Στη δοκιμασία «κάθισμα-όρθια θέση-κάθισμα» η ομάδα Α βελτίωσε κατά 13,63% (p<0,05) την επίδοσή της, η ομάδα Β κατά 7,36% (p<0,05) και η ομάδα Α συγκριτικά με την ομάδα Γ κατά 39,47% (p<0,05). Στη δοκιμασία «δύναμης χειρολαβής» η ομάδα Α αύξησε κατά 7,51% (p<0,05), και η ομάδα Γ εμφάνισε στατιστικά σημαντική μείωση κατά 5,84% (p<0,05), αλλά παρ’όλα αυτά δεν παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων. Στη δοκιμασία «Sit and Reach» η ομάδα Α βελτίωσε την αρχική μέτρηση κατά 87,24% (p<0,05) και εμφάνισε μεγάλη διαφορά σε σχέση με την ομάδα Γ. Στη δοκιμασία «Έγερση και απομάκρυνση» η ομάδα Α βελτίωσε την αρχική της μέτρηση κατά 16,36% (p<0,05) και κατά 50% συγκριτικά με την ομάδα Γ (p<0,05). Επίσης η ομάδα Γ εμφάνισε μείωση κατά 13,11% (p<0,05) συγκριτικά με την αρχική της μέτρηση. Τέλος, η ομάδα Α βελτίωσε τη συνεχόμενη διανυόμενη απόσταση κολύμβησης κατά 290,1% (p<0,05). Όσον αφορά την εκτίμηση της ποιότητας ζωής μέσω των ερωτηματολογίων, υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των αρχικών και των τελικών μετρήσεων. Για τις μεν ομάδες Α και Β διότι βελτίωσαν την αρχική τους βαθμολογία, τη δε ομάδα Γ διότι μειώθηκε η αρχική βαθμολογία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη σωματική υγεία, στατιστικά σημαντική βελτίωση παρουσίασαν η ομάδα Α και Β κατά 9,67% (p<0,05) και 5,14% (p<0,05) αντίστοιχα. Αντίθετα, ενώ η ομάδα Γ εμφάνισε μείωση κατά 5,19% δεν θεωρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά. Όσον αφορά τη πνευματική υγεία η ομάδα Α εμφάνισε βελτίωση κατά 19,77% (p<0,05) και 16,53% (p<0,05) σε σχέση με την ομάδα Β και 26,83% (p<0,05) σε σχέση με την ομάδα Γ. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι η θεραπευτική άσκηση στο νερό, με τη μορφή της κλασικής κολύμβησης και της υδρογυμναστικής επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις τόσο στην λειτουργική ικανότητα όσο και στην ποιότητα ζωής ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο υπό περιοδική αιμοκάθαρση. Ακόμη, η άσκηση στο νερό επιφέρει μεγαλύτερες προσαρμογές στον οργανισμό των ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο υπό περιοδική αιμοκάθαρση, συγκριτικά με την άσκηση κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης, όπως αυτές οι προσαρμογές αποτιμώνται μέσα από δοκιμασίες πεδίου και συμπλήρωση ερωτηματολογίου ποιότητας ζωής.