Κλινικοπαθολογοανατομικές διαφορές και συσχετίσεις μεταξύ καρκίνου του δεξιού και αριστερού τμήματος του παχέος εντέρου
Υπάρχουσα γνώση: Οι διαφορές σε ιστοπαθολογικό και μοριακό επίπεδο μεταξύ καρκίνου του δεξιού και του αριστερού τμήματος του παχέος εντέρου αναφέρθηκαν πρώτη φορά στη βιβλιογραφία από τον Bufill το 1990. Έκτοτε μεγάλος αριθμός μελετών έχει επιβεβαιώσει τις διαφορές μεταξύ τους σε επιδημιολογικό επίπεδο, σε επίπεδο κλινικής εμφάνισης, συννοσηροτήτων και βιολογικής συμπεριφοράς, τα οποία θα μπορούσαν να σχετίζονται με τις διαφορές στην πρόγνωση και την ολική επιβίωση μεταξύ τους. Στόχος: Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να διερευνήσει στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων ασθενών με καρκίνο του δεξιού και αριστερού τμήματος του παχέος εντέρου αναφορικά με επιδημιολογικά, κλινικά, ιστοπαθολογικά και μοριακά δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη την ανταπόκριση των ασθενών σε στοχευμένες θεραπείες και υπολογίζοντας τυχόν διαφορές σε περιόδους προόδου νόσου ελεύθερης επιβίωσης στην πρώτη και δεύτερη γραμμή θεραπείας αλλά και στην ολική επιβίωση μεταξύ τους. Υλικό και μέθοδος: Η παρούσα μελέτη παρατήρησης περιέλαβε 144 ασθενείς με ιστολογικά επιβεβαιωμένο καρκίνο παχέος εντέρου ανεξαρτήτως σταδίου που έλαβαν χημειοθεραπευτική αγωγή σε ελληνικό ογκολογικό νοσοκομείο για χρονικό διάστημα 2.5 ετών. Οι κλινικές πληροφορίες, οι συννοσηρότητες, τα ιστολογικά και μοριακά χαρακτηριστικά συλλέχτηκαν αναδρομικά από τους φακέλους των ασθενών, ενώ τα χορηγηθέντα χημειοθεραπευτικά σχήματα, οι στοχευτικοί παράγοντες, οι χρονικές περίοδοι προόδου νόσου ελεύθερης επιβίωσης στην πρώτη και δεύτερη γραμμή θεραπείας και η ολική επιβίωση καταγράφηκαν αναδρομικά και προοπτικά. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS. Αποτελέσματα: 86 άνδρες και 58 γυναίκες συμμετείχαν στην μελέτη. 100 (69.4%) ασθενείς με εντόπιση της πρωτοπαθούς εστίας στο αριστερό κόλον και 44 (30.6%) στο δεξιό κόλον. Ασθενείς με δεξιά εντόπιση εμφάνισαν σε μεγαλύτερο ποσοστό αναιμία (OR=3.09), ενώ οι ασθενείς με αριστερή εντόπιση εμφάνισαν σε μεγαλύτερο ποσοστό αίμα στις κενώσεις (OR=3.37) και αίσθημα ατελούς κένωσης (OR=2.78). Αναφορικά με τα συνοδά νοσήματα οι ασθενείς με καρκίνο του δεξιού κόλου είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη (OR=3.31) και στεφανιαία νόσο (p=0.056). Η βλεννώδης διαφοροποίηση ήταν πιο συχνή στην δεξιά υποομάδα (OR=4,49), όπως και ο αριθμός των διηθημένων λεμφαδένων (p = 0.039), ενώ η υψηλή διαφοροποίηση ήταν πιο συχνή στην αριστερή υποομάδα (OR=2,78). Οι RAS wild type ασθενείς που έλαβαν anti-EGFR αγωγή εμφάνισαν μεγαλύτερο όφελος (PFS: 16.5 μήνες) συγκριτικά με όσους έλαβαν anti-VEGF αγωγή (PFS: 13.7 μήνες) (p=0,05), ενώ μεταξύ RAS wild-type ασθενών που έλαβαν anti-EGFR αγωγή, οι ασθενείς με αριστερή εντόπιση εμφάνισαν μεγαλύτερο όφελος (PFS: 15.8 μήνες) από τους ασθενείς με δεξιά εντόπιση (PFS: 5.5 μήνες) στην πρώτη γραμμή χημειοθεραπείας (p=0.034). Oι BRAF mutant ασθενείς εμφάνισαν συντομότερη χρονική περίοδο ελεύθερη επιβίωσης (9.3 μήνες) συγκριτικά με τους BRAF wild type ασθενείς (14.5 μήνες) (p=0,033) στην πρώτη γραμμή χημειοθεραπείας. Οι ασθενείς με καρκίνο του δεξιού κόλου παρουσίασαν υποτροπή σε μικρότερο χρονικό διάστημα (7.7 μήνες) συγκριτικά με τους ασθενείς με αριστερή εντόπιση (14.5 μήνες) (p<0,001) καθώς και συντομότερη ολική επιβίωση (δεξιό κόλον: 58.4 μήνες, αριστερό κόλον: 82.4 μήνες, p=0.018). Συμπέρασμα: Οι ασθενείς με καρκίνο του δεξιού τμήματος του παχέος εντέρου εμφανίζουν περισσότερα συνοδά νοσήματα, χειρότερα ιστολογικά και μοριακά χαρακτηριστικά και συνεπώς υψηλότερη πιθανότητα υποτροπής, πτωχής ανταπόκρισης στη στοχευμένη θεραπεία και συντομότερη ολική επιβίωση από τους ασθενείς με καρκίνο του αριστερού τμήματος του παχέος εντέρου.