Η παρούσα διατριβή διερευνά την οντολογία των τροπικών μοντέλων της μουσικής στις πρώιμες ηχογραφήσεις του ελληνόφωνου αστικού λαϊκού τραγουδιού, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες που απορρέουν από τον προφορικό τους χαρακτήρα, καθώς και από την διαπολιτισμική τους φύση. Οι «δρόμοι» που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο αυτής της τροπικότητας είναι ένα πεδίο εξαιρετικού μουσικολογικού ενδιαφέροντος, που ωστόσο αντιστέκεται στην συστηματική προσέγγιση. Ποιος είναι ο βαθμός συνέπειας στην χρήση της σχετικής ονοματολογίας και πώς αυτή μπορεί να αξιολογηθεί ως εργαλείο για την σύνθεση, τον αυτοσχεδιασμό και την εν γένει αισθητική του εν λόγω ρεπερτορίου; Η παρούσα έρευνα προτείνει την συγκριτική ανάλυση των σωζόμενων ιστορικών ηχογραφήσεων, εκκινώντας από την a priori κατηγοριοποίηση ανά μουσικό τρόπο, η οποία προκύπτει από τις σχετικές ενδείξεις που συνοδεύουν την αναγραφή του τίτλου στις ετικέτες των δίσκων 78 στροφών.Οι αναγραφές αυτές προσφέρουν μια πολύτιμη ένδειξη από την πλευρά των ίδιων των κοινωνικών δρώντων. Η ένδειξη αυτή είναι μοναδική, δεδομένου του ότι δεν διαθέτουμε άλλες αναφορές στον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιούνται οι σχετικές ονοματολογίες, αφού δεν μας έχει παραδοθεί καμιάς μορφής θεωρητικό πόνημα ή σχόλιο σύγχρονο της υπό μελέτης περιόδου.Με αφετηρία την ως άνω κατηγοριοποίηση, επιχειρείται στη συνέχεια μια συστηματική μουσικολογική ανάλυση των ηχογραφημάτων που αυτο-κατατάσσονται στην κατηγορία ματζόρε, μέσα από την καταγραφή και τον σχολιασμό της μορφής και του συντακτικού τους. Με τον τρόπο αυτό, η «αρχαιολογία» των μουσικών τρόπων προσφέρει τη δυνατότητα θεώρησης ζητημάτων τα οποία αφορούν την μουσική υφολογία και επιτέλεση. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο ρόλος του οργανολογίου, της σύνθεσης ορχήστρας και των συνθετών στην διαμόρφωση των ειδολογικών μουσικών χαρακτηριστικών, η συμβολή της βιομηχανίας της δισκογραφίας, η αλληλεπίδραση με μουσικές ετερότητες και ο ρόλος των μουσικών δικτύων, καθώς και η επίδραση ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων.Το εγχείρημα της σκιαγράφησης μουσικών έξεων και κατ’ επέκταση συλλογικών γνωστικών δομών, λόγω της συνθήκης της προφορικότητας των μελετώμενων πολιτισμικών πρακτικών, δεν είναι εφικτό χωρίς μια διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία διασφαλίζεται εδώ με την αξιοποίηση μεθοδολογικών και εννοιολογικών προσεγγίσεων των κοινωνικών επιστημών, και πιο συγκεκριμένα της Actor-Network Theory. Μέσα από το πρίσμα αυτό, η μουσικολογία του αστικού λαϊκού τραγουδιού ολοκληρώνεται με μια απόπειρα επαναδιαπραγμάτευσης ζητημάτων τα οποία αφορούν σε κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές που σχετίζονται με το ρεπερτόριο που χαρακτηρίζεται στον τρέχοντα λόγο ως «ρεμπέτικο».