Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων μετά από μία χειρουργική επέμβαση ανακατασκευής της άρθρωσης του ισχίου γίνεται συνήθως με αντικειμενικές κλίμακες και ανάλυση επιβίωσης. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον από τους μελετητές για την υποκειμενική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αυτών. Βασικό πρόβλημα στην αξιολόγηση και κατανόηση των αποτελεσμάτων αυτών των χειρουργικών επεμβάσεων είναι η ανομοιομορφία των χρησιμοποιούμενων τεχνικών και εμφυτευμάτων, και οι διαφορετικές αιτίες αποτυχίας (συγχυτικοί παράγοντες). Μακροχρόνια αποτελέσματα μετά από αναθεώρηση ολικής αρθροπλαστικής ισχίου είναι σχετικά σπάνια στην βιβλιογραφία. Ιδιαίτερα, δεν υπάρχουν πολλές μελέτες όπου μελετάται συγκριτικά το κλινικό αποτέλεσμα, η λειτουργικότητα των ασθενών και η ποιότητα ζωής μετά από τέτοιες επεμβάσεις. Στη μελέτη αυτή συμπεριελήφθησαν εκατό είκοσι δύο ασθενείς (130 ισχία) που υπεβλήθησαν σε αναθεώρηση χωρίς τη χρήση οστικού τσιμέντου λόγω άσηπτης χαλάρωσης χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη τεχνική και υλικά (TMT cup, Wagner SL stem, Zimmer Biomet) (ομάδα Α). Οι ασθενείς αυτοί συγκρίθηκαν με εκατό ασθενείς (100 ισχία) με παρόμοια χαρακτηριστικά οι οποίοι υπεβλήθησαν σε πρωτογενή αρθροπλαστική (ομάδα Β). Στην τελική επίσκεψη οι ασθενείς μελετήθηκαν με:•Αντικειμενικές μετρήσεις βάδισης, οι οποίες περιελάμβαναν την ταχύτητα βάδισης και το Timed-up-and-Go τεστ.•Την αντικειμενική κλίμακα αξιολόγησης της άρθρωσης του ισχίου Harris hip score.•Υποκειμενικές κλίμακες λειτουργικής αποκατάστασης, συμπληρούμενες από τον ίδιο τον ασθενή (patient reported outcome measures, PROMs) οι οποίες περιελάμβαναν την ειδική για οστεοαρθρίτιδα κλίμακα Western Ontario and McMaster Universities Arthritis Index (WOMAC), την ειδική για την άρθρωση του ισχίου Oxford hip score (OHS), όπως επίσης και την ειδική για τα κάτω άκρα υποκειμενική κλίμακα Lower Extremity Functional Scale (LEFS).•Υποκειμενικές κλίμακες δραστηριότητας, οι οποίες περιελάμβαναν την κλίμακα Parker mobility σκορ και την κλίμακα University of California at Los Angeles activity σκορ (UCLA).•Υποκειμενικές κλίμακες ποιότητας ζωής, οι οποίες περιελάμβαναν την κλίμακα 12 (SF-12) και την κλίμακα EuroQol (EQ-5D-5L).Μετά από ένα μέσο χρόνο παρακολούθησης 11.1 χρόνων (εύρος, 7-16) 96% (95% CI; 96-99%) των ισχίων παρέμενε χωρίς αναθεώρηση για οποιοδήποτε λόγο στην ομάδα Α και 98% (95% CI; 97-99%) στην ομάδα Β. Στατιστικώς σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες βρέθηκε για το WOMAC (Mann-Whitney U test, p= 0.014), το OHS (Mann-Whitney U test, p= 0.020) και το σκέλος της φυσικής δραστηριότητας του SF-12 (Mann-Whitney U test, p= 0.029). Η ομάδα Α των αναθεωρήσεων, προεγχειρητικά, είχε καλύτερη φυσική δραστηριότητα και λειτουργία από την ομάδα Β των πρωτογενών αρθροπλαστικών. Παρόλα αυτά, η ομάδα Β βελτιώθηκε περισσότερο από την ομάδα Α των αναθεωρήσεων, με αποτέλεσμα η ομάδα Α να έχει στατιστικώς και κλινικώς σημαντικά χαμηλότερες τιμές στις λειτουργικές κλίμακες από την ομάδα Β των πρωτογενών αρθροπλαστικών.Στην ομάδα Α, στην πολυπαραγοντική ανάλυση βρέθηκε ότι η νοητική λειτουργία (p=0.001), το ΒΜΙ (p=0.007) και ο μετεγχειρητικός πόνος (p=0.022) ανεξάρτητα επηρέαζαν την λειτουργικότητα των ασθενών όπως μετρήθηκε με το WOMAC σκορ. Παράλληλα, στην πολυπαραγοντική ανάλυση βρέθηκε πως ο μετεγχειρητικός πόνος (p=0.03) επηρέαζε την ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών όπως αυτή αξιολογήθηκε με το EQ-5D-5L.Συμπερασματικά, σε μακροχρόνια βάση, η αναθεώρηση ολικής αρθροπλαστικής ισχίου έχει ικανοποιητικά αλλά κατώτερα λειτουργικά αποτελέσματα από την πρωτογενή αρθροπλαστική ισχίου, σύμφωνα με υποκειμενικές κλίμακες αξιολόγησης συμπληρωμένα από τον ίδιο τον ασθενή. Η λειτουργία του ισχίου και κινητικότητα σύμφωνα με αντικειμενικές κλίμακες συμπληρωμένες από τους μελετητές παρουσιάζεται επίσης βελτιωμένη μετά από την αναθεώρηση αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό όπως στις πρωτογενείς αρθροπλαστικές. Τέλος, η ποιότητα ζωής, όπως μετρήθηκε με το SF-12 ήταν φτωχότερη στην ομάδα των αναθεωρήσεων. Ο εμμένων πόνος, ο αυξημένος δείκτης σώματος (BMI) και η επηρεασμένη νοητική λειτουργεία έχουν αρνητική επιρροή στους παραπάνω δείκτες. Οι ασθενείς θα πρέπει κατά την προεγχειρητική συζήτηση να ενημερώνονται επαρκώς σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, για τη βέλτιστη διαχείριση των προσδοκιών τους και για να μην εγείρονται ιατρονομικά ζητήματα.