Η διατριβή αναφέρεται στην κατοίκηση εκείνων που μετακινούνται υποχρεωτικά, δηλαδή εκτοπίζονται για διαφορετικούς λόγους. Αυτοί-ές είναι διάφορες κατηγορίες ανθρώπων, όσοι-ες μετακινούνται εξαιτίας πολέμων, εσωτερικών αναταραχών, δικαιωμάτων, πολλοί-ές από αυτούς-ές κινδυνεύουν στον τόπο προέλευσης ή διώκονται, εκείνοι-ες που μετακινούνται εξαιτίας της μεγάλης φτώχειας στις χώρες από τις οποίες προέρχονται, για να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής, και άλλοι-ες εξαιτίας των φυσικών καταστροφών. Στο νέο βιοπολιτικό σώμα της ανθρωπότητας (η γυμνή ζωή αποκλείεται και περικλείεται από την πολιτική τάξη), οι εκτοπισμένοι βρίσκονται στο επίκεντρο. Μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά συγχρόνως ακινητοποιούνται μέσα στην κινητικότητά τους εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς πολλοί-ές από αυτούς-ές κινδυνεύουν ή διώκονται. Οι γεωγραφικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές καταγωγές τους διαφοροποιούνται. Όλοι αυτοί-ές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, την επιθυμία να φύγουν, να μετακινηθούν. Ονομάζονται πρόσφυγες, μετανάστες, «χωρίς χαρτιά» και θεωρούνται αστικοί νομάδες, με την έννοια ότι μετακινούνται από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη και πηγαίνουν όπου θεωρούν ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες. Ζουν σε συνθήκες κινητικότητας και αναπτύσσουν μία διεθνή, παγκόσμια δυναμική. Ο νομαδισμός ο οποίος τους χαρακτηρίζει δημιουργείται από ανάγκη και οι σύγχρονοι νομάδες αντιμετωπίζουν συνεχώς όρια-σύνορα, τα οποία όμως υπερβαίνουν. Το ταξίδι συνήθως γίνεται με πρωτόγονα μέσα, συχνά περπατώντας, διασχίζοντας σύνορα, τις περισσότερες φορές παράνομα, και αρκετές φορές μέσα από κυκλώματα μετακίνησης που έχουν αναπτυχθεί ειδικά σε αυτές τις συνθήκες. Εκείνοι-ες κατευθύνονται στις μεγάλες μητροπόλεις της Δύσης και κανένας νόμος, κανένα μέσο, δεν μπορεί να σταματήσει τη φυγή τους. Συνήθως ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές στον παγκόσμιο χάρτη. Το ταξίδι είναι μία υποχρεωτική κατάσταση αλλά και μία βαθιά επιθυμία. Η μετακίνηση διαφοροποιεί τις συνθήκες κατοίκησης, το αστικό έδαφος, τον πρωταρχικό χώρο-σπίτι, και τα αντικείμενα εις αυτό. Η έννοια του εκ-τοπισμού αποκτά κεντρική σημασία στη διατριβή, καθώς η έννοια του τόπου και η επαναθεώρησή της καθορίζουν και επανακαθορίζουν τον εκτοπισμένο στο ταξίδι του, στις προσωρινές κατοικίσεις του. Ο τόπος μεταφέρεται ως αποσκευή και καθορίζει και επανακαθορίζει τις νέες κατοικήσεις, μέσα από τις οποίες υπόκειται σε ένα συνεχή μετασχηματισμό, καθώς μετασχηματίζεται στους νέους τόπους. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η έννοια της διασποράς, καθώς η συνείδηση του έθνους αντικαθίσταται από τη διασπορική συνείδηση των διαφορετικών κοινοτήτων, η οποία εκφράζει τη δημιουργική δύναμη που γεννιέται μέσα από τον εκ-τοπισμό και δίνει μία άλλη διάσταση στο χώρο, την κίνηση, την απόσταση. Ο εκτοπισμένος σ’ αυτό το δύσκολο ταξίδι βρίσκει την αυτονομία του και δρα ως υποκείμενο. Η διατριβή εντάσσεται στο ερευνητικό ρεύμα της διεθνικότητας (transnationalism), ρεύμα το οποίο γνωρίζει τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και έχει σχέση με την ανάγκη εξέτασης χωρικών φαινομένων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η θεώρηση του παγκόσμιου πληθυσμού ως μωσαϊκού εθνοτήτων και όχι των οριοθετημένων εθνικών κρατών σαν ενότητα που ταυτίζεται με το χώρο. Το σώμα γίνεται ο πρωταρχικός χώρος του εκτοπισμένου. Ο εκ-τοπισμένος αστικός νομάδας με το σώμα του και με ελάχιστα μέσα παράγει υπό μορφή δράσης χώρο, όπου κι αν βρίσκεται. Ο χώρος αυτός είναι ευέλικτος, ρευστός, διάσπαρτος, μεταβαλλόμενος μέσα στις μητροπόλεις. Ο εκτοπισμός από μία δύσκολη, επώδυνη συνθήκη μετατρέπεται σε συνθήκη δημιουργίας, καθώς το σώμα παράγει δράσεις, εφήμερες κατοικήσεις σε δημόσιους χώρους ή στα αστικά κενά των πόλεων. Παραδείγματα μέσα από την επιτόπια έρευνα είναι ο χορός στο Λαύριο, η κατάληψη της πλατείας Κουμουνδούρου, οι προσωρινές κατοικήσεις των πεζοδρομίων, δρόμων και γενικότερα των αστικών κενών στην Αθήνα. Στη διατριβή γίνεται παραλληλισμός με τον καλλιτέχνη της performance art, που με το σώμα του μέσα από τη δράση δημιουργεί χώρο. Η δράση αυτή συχνά γίνεται σε δημόσιους χώρους ή αστικά κενά. Ο χώρος που δημιουργείται είναι διεθνικός, καθώς διαπερνά τα σύνορα και μπορεί να δημιουργηθεί οπουδήποτε, και διασπορικός, καθώς διασπείρεται και διαφοροποιεί τις συνθήκες κατοίκησης. Η μεθοδολογία η οποία επιλέγεται στη διατριβή είναι αρχικά η περιπλάνηση (derive), η οποία σχετίζεται με τους καταστασιακούς, και στη συνέχεια είναι η μετατροπή της υποψήφιας διδάκτορος σε αστικό νομάδα εκ-τοπισμένο στη μητρόπολη Αθήνα, αρχικά στους χώρους της πόλης που ζουν οι εκ-τοπισμένοι, όπως κέντρα υποδοχής, εγκαταλελειμμένα κτίρια, δρόμοι, πλατείες, και στη συνέχεια στις εκτοπισμένες κοινότητες, για να βιώσει και να δημιουργήσει τους χώρους οι οποίοι σχεδιάζονται με το σώμα μέσα από τη δράση. Κατά τη διάρκεια της διατριβής, συντελείται ένα πέρασμα από την περιπλάνηση στο βίωμα-εμπλοκή με τις κοινότητες των εκ-τοπισμένων, κατά την οποία η ερευνήτρια μετατρέπεται σε φιλοξενούμενη των αστικών νομάδων εκ-τοπισμένων στην Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο το υποκείμενο της διατριβής μετατρέπεται σε μέρος του υλικού και η περιπλάνηση αιτιολογείται ως καλλιτεχνική προσομοίωση της νομαδικής εμπειρίας. Μέσα από το βίωμα-εμπλοκή προκύπτει η δράση και ενεργοποιείται ο χώρος και η πόλη. Η διαδικασία αυτή δανείζεται στοιχεία από κινήματα της τέχνης όπως η Land Art, η Site Specific Art, η Public art καθώς και από αρχιτεκτονικές τάσεις, όπως ο συμμετοχικός σχεδιασμός, από τη θεωρία και την πρακτική των καταστασιακών, από την ανταλλαγή εμπειριών με άλλες αντίστοιχες ομάδες και δίκτυα στην Ευρώπη, όπως η ομάδα Stalker. Η βιβλιογραφία αρχικά είναι μέσα από συγγραφείς διαφορετικών θεωρητικών παραδόσεων, όπως ο Heideger , ο Derrida, ο Edward Said, ο Adorno, η Hanna Arendt για να διερευνηθούν τα ζητήματα του αστικού νομαδισμού εκ-τοπισμού από διαφορετικές κατευθύνσεις. Εν συνεχεία συνεισφέρουν σ’ αυτήν σύγχρονοι θεωρητικοί, όπως οι Giorgio Agamben, Zigmund Bauman, Homi Bhabha κ.λπ. Επίσης σημαντικός είναι ο ρόλος λογοτεχνικών κειμένων τα οποία αναπτύσσονται γύρω από αυτά τα θέματα και συνετέλεσαν σημαντικά στην κατανόηση ζητημάτων, αναγνωρίζοντας τη λογοτεχνία ως πολιτισμικό γεγονός. Ο αρχιτέκτονας και ο καλλιτέχνης σ’ αυτή την συνθήκη των μητροπόλεων αποκτά κοινά χαρακτηριστικά με τον αστικό νομάδα εκτοπισμένο, στη θέση του οποίου έρχεται ηθελημένα, καθώς εκτοπίζεται και μετατρέπεται σε νομάδα για να φιλοξενηθεί-διασκορπιστεί στις εκτοπισμένες κοινότητες και να σχεδιάσει το χώρο μέσα από τη δράση. Η επινόηση, ο αυτοσχεδιασμός, το έργο in situ, η δράση, είναι τα χαρακτηριστικά του. Οι δράσεις των αρχιτεκτόνων-καλλιτεχνών έχουν κοινά χαρακτηριστικά με αυτές των αστικών νομάδων εκ-τοπισμένων. Επινοούν, αυτοσχεδιάζουν, μετασχηματίζουν το χώρο, φιλοξενούμενοι από διασπορικές κοινότητες. Από αυτήν τη μεθοδολογία προκύπτει ο νομαδικός χώρος, ο οποίος δημιουργείται με το σώμα, είναι διάσπαρτος, ευέλικτος, αυτόνομος, μετασχηματιζόμενος και δημιουργείται μαζί με τους εκ-τοπισμένους στην πόλη.