scholarly journals Phenolic Compounds Obtained from Olea europaea By-Products and Their Use to Improve the Quality and Shelf Life of Meat and Meat Products—A Review

Antioxidants ◽  
2020 ◽  
Vol 9 (11) ◽  
pp. 1061
Author(s):  
Paulo Munekata ◽  
Gema Nieto ◽  
Mirian Pateiro ◽  
José Lorenzo

Consumers are interested in consuming clean label foods. Replacing synthetic additives with natural alternatives (especially sources rich in polyphenols) is a valid solution to produce and also preserve foods, especially meat and meat products. Olea europaea leaves and olive pomace and wastewater contain polyphenols that can be explored in this context. In this review, we summarize the main aspects related to the phenolic composition, extraction conditions, antimicrobial potential, and antioxidant activity (in vitro and in vivo) of Olea europaea leaves, olive pomace and wastewater as well as their applications in the production of meat and meat products. This review found evidence that extracts and isolated polyphenols from the Olea europaea tree and olive processing by-products can be explored as natural antioxidant and antimicrobial additives to improve the preservation of meat and meat products. The polyphenols found in these residues (especially oleuropein, hydroxytyrosol and tyrosol) increased the redox state in the main meat-producing animals and, consequently, the oxidative stability of fresh meat obtained from these animals. Moreover, the extracts and isolated polyphenols also improved the shelf life of fresh meat and meat products (as additive and as active component in film) by delaying the growth of microorganisms and the progression of oxidative reactions during storage. The accumulated evidence supports further investigation as a natural additive to improve the preservation of reformulated muscle products and in the production of edible and sustainable films and coatings for fresh meat and meat products.

2014 ◽  
Author(s):  
Ιωάννης Κυριαζής
Keyword(s):  

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εμβόλιο για καμιά μορφή των λεϊσμανιάσεων και τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται δεν είναι ασφαλή, αποτελεσματικά και οικονομικά προσιτά. Υπάρχει άφθονη επιστημονική πληροφορία για τα αντιλεϊσμανιακά φάρμακα που χρησιμοποιούνται με αναγνωρισμένα μειονεκτήματα όπως η τοξικότητα, η ανάπτυξη αντοχής, η υποχρεωτική παραμονή στο νοσοκομείο και το υψηλό κόστος. Επιπλέον η συλλοίμωξη με τον ιό του AIDS (HIV/VL) έχει σοβαρές επιπτώσεις στην επιδημιολογία, τη διάγνωση και την πρόγνωση της νόσου. Είναι προφανές ότι η εκδήλωση της σπλαγχνικής λεϊσμανίασης είναι “ευκαιριακή” όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία του Π.Ο.Υ., σύμφωνα με τα οποία οι ασθενείς με AIDS έχουν 3.000 φορές υψηλότερη συχνότητα VL σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.Για τα διάφορα είδη του γένους Leishmania υπάρχουν αξιόλογα ευρήματα από παρασιτολογικές, βιοχημικές, μοριακές και ανοσολογικές μελέτες, όμως τα θεραπευτικά πρωτόκολλα ενάντια των διαφορετικών κλινικών μορφών δεν είναι ικανοποιητικά. Γεγονός αποτελεί η αδήριτη ανάγκη για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών προσεγγίσεων κατά των λεϊσμανιάσεων που μαστίζουν έως και 1,7 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη την γη. Σήμερα το ενδιαφέρον για φυσικά προϊόντα βρίσκεται σε επικαιρότητα κυρίως με την αναζήτηση νέων χημικών ενώσεων αλλά και την επανεξέταση παλαιοτέρων σε σύγχρονα πλέον πειραματικά πρωτόκολλα. Μεταξύ αυτών των προϊόντων η ελαιοευρωπεΐνη, που προέρχεται από το δένδρο της ελιάς (Olea europaea), χαρακτηρίζεται από αντιοξειδωτική, αντιμικροβιακή και αντιφλεγμονώδη δράση. Η βιοφαινόλη αυτή φαίνεται να συμβάλλει επίσης στην μακροζωία αλλά και όταν χορηγείται σε πειραματόζωα με καρκινικούς όγκους είναι ικανή στο να τους συρρικνώνει ή ακόμη και να τους εξαφανίζει.Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι η διερεύνηση φυσικών προϊόντων προερχόμενων από τα φύλλα και τους καρπούς του δέντρου της ελιάς αλλά και από πάρα-προϊόντα του όπως τα υγρά απόβλητα ελαιοτριβείου. Επίσης εξετάσθηκαν δύο αδρά εκχυλίσματα από τον ερυθρό οίνο ποικιλίας ξινόμαυρο. Αμφότερες οι πηγές των εκχυλισμάτων αποτελούν θεμελιώδεις λίθους της Μεσογειακής διατροφής και οι βιβλιογραφικές αναφορές τα καθιστούν ως υποσχόμενους αντιλεϊσμανιακούς παράγοντες. Τα αποτελέσματά έδειξαν ότι τα δύο καθαρά φυσικά προϊόντα που εξετάσθηκαν, η υδροξυτυροσόλη και η ελαιοευρωπεΐνη επέδειξαν επιλεκτική και σημαντική αντιλεϊσμανιακή δραστικότητα εναντίον τριών ειδών πρωτοζώων του γένους Leishmania και συγκεκριμένα των L. infantum, L. donovani και L. major. Η διατριβή εστιάστηκε στη ελαιοευρωπεΐνη και αναδείχθηκε η ικανότητά της να προκαλεί ρυθμιζόμενο κυτταρικό θάνατο αποδεικνυόμενο από μορφολογικές αλλαγές σε προμαστιγότες L. donovani, λογαριθμικής φάσης ανάπτυξης, με τη χρήση συνεστιακής μικροσκοπίας. Η στρογγυλοποίηση των προμαστιγοτών, η συμπύκνωση της χρωματίνης καθώς και η έκθεση της φωσφατιδυλοσερίνης στην εξωτερική επιφάνεια της κυτταροπλασματικής μεμβράνης με τη χρήση κυτταρομετρίας ροής είναι φαινοτυπικά χαρακτηριστικά της επαγωγής ρυθμιζόμενου παρασιτικού θανάτου που αποδείχθηκε ότι ο μηχανισμός πρόκλησής του είναι ανεξάρτητος της παραγωγής ROS. Επιπλέον η ελαιοευρωπεΐνη προκάλεσε μια καθυστέρηση στο φυσιολογικό κυτταρικό κύκλο του παρασίτου οδηγώντας στον κατακερματισμό του DNA. Η αντιλεϊσμανιακή δράση της ελαιοευρωπεΐνης αποδείχτηκε και εναντίον των αμαστιγωτικών μορφών του είδους L. donovani που είχαν in vitro παρασιτήσει σε μακροφάγα της κυτταρικής σειράς J774Α.1. Αυτή η δράση συνοδεύτηκε από μία ενδομακροφαγική αύξηση ROS ενώ η in vitro χορήγηση ελαιοευρωπεΐνης σε μυελοειδή DCs αύξησε τον πληθυσμό που παράγει IL-12 δίχως να προκαλεί παράλληλη ωρίμανσή τους.Τα ανωτέρω οδήγησαν στη μελέτη της δράσης της ελαιοευρωπεΐνης σε in vivo πειραματικό μοντέλο σπλαχνικής λεϊσμανίασης. Σε L. donovani μολυσμένα BALB/c ποντίκια χορηγήθηκε ενδοπεριτοναϊκώς ελαιοευρωπεΐνη κάθε δεύτερη ημέρα για 28 συνεχόμενες ημέρες σε τρεις διαφορετικές δόσεις (45, 15 και 5mg/kg σωματικού βάρους). Βρέθηκε ότι και οι τρεις δόσεις περιόρισαν το παρασιτικό φορτίο του σπλήνα και του ήπατος στις 3 ημέρες και στις 6 εβδομάδες μετά το πέρας της χορήγησης της ελαιοευρωπεΐνης. Διαπιστώθηκε ότι τα πειραματόζωα που έλαβαν ελαιοευρωπεΐνη και περιόρισαν την ενδοκυτταρική εξάπλωση του παρασίτου στο σπλήνα και στο ήπαρ ανέπτυξαν μια ενισχυμένη ΤΗ1 τύπου ανοσολογική απόκριση με χαρακτηριστικό ισοτυπικό προφίλ αντισωμάτων IgG2α/IgG1 και μεταγραφικών παραγόντων Tbx21/GATA-3. Η υπερ-έκφραση των IL-12p40, IFNγ, TNFα και iNOS επιβεβαιώνει την πόλωση προς τον ΤΗ1 υποτύπο ανοσολογικής απόκρισης, ενώ η έκφραση των κυτταροκινών ρυθμιστές της TΗ2 ανοσολογικής απάντησης δεν είχαν καμία αυξητική τάση. Αυτό το φαινόμενο που προέρχεται αρχικώς από την ικανότητα της ελαιοευρωπεΐνης να διατηρεί χαμηλά τα επίπεδα της προφλεγμονώδους κυτταροκίνης IL-1β, επιτρέπει τον ανοσολογικό μηχανισμό του ξενιστή να ενεργοποιηθεί (μεταγραφή του Tbx21) αποτρέποντας την είσοδο του ξενιστή σε κατάσταση χρόνιας φλεγμονικής διεργασίας που ευνοεί τον παρασιτικό πολλαπλασιασμό.Απεναντίας ενεργοποιούνται μηχανισμοί παραγωγής των μικροβιοκτόνων μορίων ROS και NO• στο σπλήνα και στο ήπαρ. Η παραγωγή των ROS σε σπληνοκύτταρα ποντικών μολυσμένων με L. donovani ήταν δοσοεξαρτώμενη ενώ αντιθέτως η παραγωγή των ΝΟ• ήταν μη-δοσοεξαρτώμενη τόσο σε κύτταρα του σπλήνα όσο και του ήπατος. Αυτή η παραγωγή των ΝΟ• φαίνεται να επιδρά στην επιβίωση των παρασίτων χωρίς να αλλοιώνει τη φυσιολογική λειτουργία των σπληνοκυττάρων και των ηπατοκυττάρων εφ’ όσον τα μόρια γλουταθειόνης στα κύτταρα του ξενιστή ήταν επαρκή για να συντηρούν τη συνεχή επιβίωση του κυττάρου ξενιστή όπως παρατηρήθηκε με την μη-ενεργοποίηση του NF-kB. Επίσης η ελαιοευρωπεΐνη επιλεκτικά ρυθμίζει την γονιδιακή έκφραση των ενζύμων που σχηματίζουν τη γλουταθειόνη και την τρυπανοθειόνη εις βάρος των αντιοξειδωτικών αμυντικών μηχανισμών του παρασίτου. Συμπερασματικά, το σύνολο των αποτελεσμάτων που περιεγράφηκαν στη διδακτορική αυτή διατριβή, προτείνουν ότι η ελαιοευρωπεΐνη δρα ως ένα αντιλεϊσμανιακό φάρμακο με ανοσοτροποποιητικές ιδιότητες. Η διερεύνηση της συνδυαστικής δράσης κλασσικών αντιλεϊσμανιακών φαρμάκων με ασφαλή, μη-τοξικά και “φθηνά” φυσικά προϊόντα όπως η ελαιοευρωπεΐνη, παραμένει μια υποσχόμενη μελλοντική προοπτική. Επιπροσθέτως, ενδιαφέρουσα θα ήταν η διερεύνηση της δράσης της ελαιοευρωπεΐνης στην έκφραση έτερων γονιδίων που κωδικοποιούν αντιοξειδωτικά ένζυμα καθώς και στους κυτταρικούς πληθυσμούς που εμπλέκονται επίσης σε in vivo πειραματικό μοντέλο σπλαχνικής λεϊσμανίασης όπως τα δενδριτικά κύτταρα, τα κύτταρα φυσικοί φονιάδες και τα CD8+. Τέλος η ελαιοευρωπεΐνη μπορεί να δοκιμασθεί σε HIV/L. donovani πειραματικό πρωτόκολλο αφού η ελαιοευρωπεΐνη είναι ικανή στο να σταματάει τον πολλαπλασιασμό του ιού HIV.


2007 ◽  
Author(s):  
Μαγδαληνή Κατσίκη

Η γήρανση αποτελεί μια φυσιολογική, μη αναστρέψιμη διαδικασία που δεν κάνει διακρίσεις, εμφανίζεται σε όλους τους οργανισμούς, ξεκινώντας από τα κατώτερα ασπόνδυλα (π.χ. νηματώδεις σκώληκες) κι επηρεάζεται τόσο από γενετικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ειδικότερα, η γήρανση όλων των πολυκύτταρων οργανισμών περιλαμβάνει διάφορα στάδια, τα οποία χαρακτηρίζονται από μη αντιστρεπτές μεταβολές στην ανατομία, στη φυσιολογία αλλά και στην προσαρμοστικότητα τους. Η γήρανση αφορά πολλαπλά όργανα και ιστούς και τελικά οδηγεί σε προοδευτικό και γενικευμένο εκφυλισμό της κυτταρικής ομοιοστασίας, δηλαδή της ικανότητας του οργανισμού να διατηρεί τη δομική και λειτουργική του ακεραιότητα. Τα βαρέα μέταλλα χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία και αντιπροσωπεύουν μία σημαντική ομάδα εργασιακών ρύπων, καθώς εμπλέκονται σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, όπως η καρκινογένεση και οι ιστικές δυσλειτουργίες. Ωστόσο, η γνώση που αφορά στη συσχέτιση της δράσης των βαρέων μετάλλων με τη γήρανση είναι περιορισμένη. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, βρέθηκε ότι εργάτες, που χρόνια εκτίθενται σε εξασθενές χρώμιο, παρουσιάζουν στον ορρό σημαντικά μειωμένα επίπεδα της απολιποπρωτεΐνης J/κλαστερίνης, που αποτελεί δείκτη της αναδιπλασιαστικής γήρανσης και της κυτταρικής επιβίωσης. Επιπλέον, βρέθηκε ότι ο βαθμός και ο χρόνος της έκθεσης στο εξασθενές χρώμιο συσχετίζονται αρνητικά με τα επίπεδα της απολιποπρωτεΐνης J/κλαστερίνης στον ορρό. Προκειμένου να μελετηθεί η επίδραση του εξασθενούς χρωμίου στην αναδιπλασιαστική γήρανση, φυσιολογικοί ανθρώπινοι ινοβλάστες δέρματος από δύο ενήλικους δότες καθώς και εμβρυϊκοί ινοβλάστες καλλιεργήθηκαν παρουσία του μετάλλου σε διάφορες συγκεντρώσεις, που προσεγγίζουν τις τιμές στο αίμα των εκτεθειμένων εργατών. Η επίδραση στα κύτταρα του εξασθενούς χρωμίου, σε συγκέντρωση που προσεγγίζει τη μέγιστη στο αίμα, ήταν εξαιρετικά τοξική και οδήγησε σε κυτταρικό θάνατο. Ενδιαφέρον παρουσίασε το γεγονός ότι συνεχής επίδραση με υποδεκαπλάσια συγκέντρωση εξασθενούς χρωμίου οδήγησε σε πρώιμα επαγόμενη γήρανση. Συγκεκριμένα, τα κύτταρα παρουσίασαν αναστολή αύξησης, απέκτησαν φαινότυπο ανάλογο του γηρασμένου, ήταν θετικά σε χρώση β- γαλακτοσιδάσης, συσσώρευσαν οξειδωμένες πρωτεΐνες και υπερέκφρασαν τον αναστολέα της κυκλινοεξαρτώμενης κινάσης p21 και την απολιποπρωτεΐνη J. Παρόμοια επίδραση με δισθενές κάδμιο οδήγησε σε επαγωγή πρώιμης γήρανσης, που όμως δε βρέθηκε να ισχύει στην περίπτωση του δισθενούς κασσίτερου και του δισθενούς μολύβδου. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η έκθεση σε εξασθενές χρώμιο επάγει μεταβολές σε δείκτες της γήρανσης τόσο in vivo όσο και in vitro. Επίσης, παρέχουν χρήσιμα εργαλεία για την εκτίμηση των κυτταροτοξικών επιδράσεων του εξασθενούς χρωμίου in vivo, καθώς επίσης για την αναθεώρηση των μέγιστων επιτρεπτών ορίων σε εργασιακούς ρύπους, όπως το εξασθενές χρώμιο και το δισθενές κάδμιο. Η εμφάνιση της αναδιπλασιαστικής γήρανσης μπορεί να επαχθεί πρόωρα από έκθεση των κυττάρων σε πληθώρα οξειδωτικών παραγόντων που συμβάλλουν, μεταξύ άλλων επιδράσεών τους, στη συσσώρευση «κατεστραμμένων», μη λειτουργικών πρωτεϊνών. Το πρωτεόσωμα, μία πολυπρωτεϊνική μη-λυσοσωμική πρωτεάση, είναι υπεύθυνο για την αποικοδόμηση φυσιολογικών και παθολογικών πρωτεϊνών. Το πρωτεόσωμα παρουσιάζει μειωμένη λειτουργία κατά τη διάρκεια της γήρανσης, ενώ η αυξημένη έκφρασή του φαίνεται να καθυστερεί τη γήρανση σε ανθρώπινους ινοβλάστες. Η σωστή πρωτεοσωμική λειτουργία είναι σημαντική για τη διατήρηση της κυτταρικής ομοιοστασίας και για το λόγο αυτό η ταυτοποίηση φυσικών ουσιών που ενεργοποιούν το πρωτεόσωμα αποτέλεσε βασικό στόχο της διατριβής. Έτσι, δείχθηκε ότι η ολεουροπεΐνη, το κύριο συστατικό του εκχυλίσματος των φύλλων της Olea europaea, ενισχύει τις πρωτεοσωμικές ενεργότητες in vitro, πιθανά μέσω διαμορφωτικών αλλαγών που επάγει στη δομή του πρωτεοσώματος. Επιπλέον, η συνεχής επίδραση ανθρώπινων εμβρυϊκών ινοβλαστών με ολεουροπεΐνη μειώνει τα ενδοκυτταρικά επίπεδα των ελευθέρων ριζών οξυγόνου και τις οξειδωμένες πρωτεΐνες και διατηρεί την πρωτεοσωμική λειτουργία κατά την αναδιπλασιαστική γήρανση. Είναι αξιοσημείωτο ότι κύτταρα που καλλιεργήθηκαν με ολεουροπεΐνη παρουσίασαν καθυστέρηση στην εμφάνιση του γηρασμένου φαινοτύπου και επιμήκυνση στο προσδόκιμο ζωής τους κατά 15%. Με βάση αυτά τα δεδομένα, συμπεραίνεται ότι η ολεουροπεΐνη ενισχύει το δευτερογενή αντιοξειδωτικό ρόλο του πρωτεοσώματος. Επίσης, δείχθηκε ότι το ουρσολικό οξύ, το κύριο συστατικό του εκχυλίσματος του Eucalyptus camaldulensis, ενεργοποιεί το πρωτεόσωμα σε επίπεδο μεταγραφής, μέσω του μεταγραφικού παράγοντα Nrf2, ο οποίος προσδένεται σε αλληλουχίες ARE στους υποκινητές των πρωτεοσωμικών γονιδίων. Κατά αντιστοιχία με την ολεουροπεΐνη, το ουρσολικό οξύ επιμηκύνει το προσδόκιμο ζωής των κυττάρων, μειώνει το οξειδωτικό φορτίο και αυξάνει τις ενεργότητες αντιοξειδωτικών ενζύμων και διατηρεί την πρωτεοσωμική λειτουργία κατά την αναδιπλασιαστική γήρανση. Συνοπτικά, τα παραπάνω δεδομένα καταδεικνύουν τις ευεργετικές δράσεις της ολεουροπεΐνης και του ουρσολικού οξέος σε κύτταρα κατά την αναδιπλασιαστική γήρανση και παρέχουν νέες δυνατότητες στην ενίσχυση και ενεργοποίηση κυτταρικών αντιοξειδωτικών μηχανισμών από φυσικές ουσίες. Ωστόσο, στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν, εκτός της ολεουροπεΐνης και του ουρσολικού οξέος, διάφορα εκχυλίσματα από φυτά της ελληνικής χλωρίδας και φυσικές ουσίες που απομονώθηκαν από αυτά σε σχέση με την εμφάνιση του φαινομένου της αναδιπλασιαστικής γήρανσης. Για τα εκχυλίσματα αυτά και τις καθαρές ουσίες δε βρέθηκε εμφανής επίδρασή τους στην εξέλιξη του φαινομένου της γήρανσης. Έτσι, στην παρούσα διδακτορική διατριβή προσδιορίστηκαν ουσίες που προάγουν τη διαδικασία της γήρανσης (εξασθενές χρώμιο, δισθενές κάδμιο), καθώς και ουσίες που την καθυστερούν (ολεουροπεΐνη και ουρσολικό οξύ). Οι ουσίες αυτές βρέθηκε να επηρεάζουν θετικά (βαρέα μέταλλα) ή αρνητικά (ολεουροπεΐνη και ουρσολικό οξύ) τη συσσώρευση οξειδωμένων πρωτεϊνών στα κύτταρα, υποδεικνύοντας πιθανή αλληλεπίδραση με τους αντιοξειδωτικούς μηχανισμούς του κυττάρου. Έτσι, εξωγενείς περιβαλλοντικοί παράγοντες βρέθηκαν να επηρεάζουν σημαντικά την αναδιπλασιαστική γήρανση, προσφέροντας μας νέες δυνατότητες για παρέμβαση στη διαδικασία της γήρανσης.


Author(s):  
Chrystalla Antoniou ◽  
Jonathon Hull

Abstract Purpose of Review The olive tree (Olea europaea L.) has featured as a significant part of medicinal history, used to treat a variety of ailments within folk medicine. The Mediterranean diet, which is rich in olive products, is testament to Olea europaeas positive effects on health, associated with reduced incidences of cancer and cardiovascular disease. This review aims to summarise the current literature regarding the therapeutic potential of Olea europaea products in cancer, detailing the possible compounds responsible for its chemotherapeutic effects. Recent Findings Much of the existing research has focused on the use of cell culture models of disease, demonstrating Olea europaea extracts, and specific compounds within these extracts, have efficacy in a range of in vitro and in vivo cancer models. The source of Olea europaeas cytotoxicity is yet to be fully defined; however, compounds such as oleuropein and verbascoside have independent cytotoxic effects on animal models of cancer. Summary Initial results from animal models are promising but need to be translated to a clinical setting. Treatments utilising these compounds are likely to be well tolerated and represent a promising direction for future research.


2021 ◽  
Vol 10 (13) ◽  
pp. e22101320733
Author(s):  
Wagner Andrade Ferreira ◽  
Gabriella Salles Aguiar ◽  
Heloisa Rodrigues Pessoa ◽  
Danielly Cristiny Ferraz da Costa ◽  
Lilia Zago

Os compostos fenólicos de produtos da oliveira (Olea europaea L.) apresentam potencial antitumoral devido a prevenção da gênese e de supressão tumoral em diferentes modelos de câncer. Este artigo tem por objetivo realizar uma análise da literatura, por meio de uma revisão integrativa, sobre o potencial antitumoral dos compostos fenólicos dos produtos da oliveira. Trata-se de uma revisão integrativa da literatura, de caráter qualitativo e exploratório, baseada em estudos pré-clínicos, in vitro e in vivo, publicados em periódicos indexados em bases de dados que abordam a temática. A busca, sem restrição de data, foi realizada nas bases de dados Web of Science, PUBMED e Scopus. As evidências sugerem que compostos fenólicos de produtos da oliveira (oleuropeína, hidroxitirosol, tirosol e oleocantal) podem exercer efeitos de inibição da gênese tumoral, como a reparação e a proteção contra danos do estresse oxidativo e da inflamação crônica, e dessa maneira, poderiam auxiliar na redução do risco de câncer, postergando o desenvolvimento, a progressão ou recorrência de diversos tipos de tumores. A análise dos estudos demonstrou potencial antitumoral dos compostos fenólicos da oliveira por apresentarem atividade anticâncer por meio da diminuição do crescimento e da viabilidade celular, inibição da proliferação, migração e invasão celular, modulação nas fases do ciclo celular e indução da apoptoses em diferentes modelos tumorais.


2013 ◽  
Vol 29 (6) ◽  
pp. 1075-1084 ◽  
Author(s):  
Costa Cristina ◽  
Lucera Annalisa ◽  
Conte Amalia ◽  
Contò Francesco ◽  
Matteo Alessandro Del Nobile

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document