H παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες πτυχές των διεθνών οικονομικών που αφορούν τις ροές κεφαλαίων και τις αποταμιεύσεις, την επίπτωση των μακροπροληπτικών πολιτικών στην εισοδηματική ανισότητα καθώς και την αποτελεσματικότητα των μακροπροληπτικών πολιτικών στον έλεγχο των τιμών των κατοικιών.Το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει την επίδραση της απελευθέρωσης του λογαριασμού κεφαλαίων στα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης. Δεδομένης της σημασίας της εθνικής αποταμίευσης για την οικονομική μεγέθυνση, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η εμπειρική βιβλιογραφία που εξετάζει τις επιπτώσεις της απελευθέρωσης των λογαριασμών κεφαλαίου δεν έχει εστιάσει ιδιαίτερα στο εάν η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών έχει κάποια ανεξάρτητη επίδραση στην εθνική αποταμίευση. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιείται ένα σχετικά μεγάλο σύνολο δεδομένων που αποτελείται από 102 χώρες κατά την περίοδο 1996 - 2007, το οποίο εξετάζει διαφορετικούς δείκτες μέτρησης της απελευθέρωσης των λογαριασμών κεφαλαίου. Το κύριο αποτέλεσμα σχετικά με την επίδραση της απελευθέρωσης του λογαριασμού κεφαλαίου στην εθνική αποταμίευση είναι ότι οι επιπτώσεις ποικίλλουν ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης του εγχώριου χρηματοοικονομικού συστήματος καθώς και τους αρχικούς περιορισμούς στην κίνηση του κεφαλαίου.Το δεύτερο κεφάλαιο διερευνά τις επιπτώσεις των μακροπροληπτικών πολιτικών στην εισοδηματική ανισότητα για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Από το 2008 και έπειτα, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών άλλαξε ουσιαστικά και ενισχύθηκε, αποκτώντας διαφορετικά χαρακτηριστικά και αναλαμβάνοντας τον καταλυτικό ρόλο της αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της οικονομικής συρρίκνωσης και της χρηματοπιστωτικής αστάθειας έχουν προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με τις διανεμητικές επιπτώσεις αυτών των πολιτικών. Προκειμένου να εκτιμηθεί η σχέση μεταξύ της χρήσης των μακροπροληπτικών πολιτικών και της εισοδηματικής ανισότητας χρησιμοποιείται ένα σύνολο δεδομένων που αποτελείται από στοιχεία για τα μακροπροληπτικά μέτρα πολιτικής για 71 αναπτυσσόμενες οικονομίες και καλύπτει την περίοδο 2002-2014. Τα κύρια βασικά ευρήματα συνοψίζονται ως εξής: πρώτον, αναδεικνύεται μια ισχυρή θετική σχέση μεταξύ της χρήσης της πλειοψηφίας των μακροπροληπτικών πολιτικών στις αναπτυσσόμενες οικονομίες και των διαφόρων μέτρων εισοδηματικής ανισότητας. Δεύτερον, προκύπτει ένα δυνητικό αντιστάθμισμα μεταξύ χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από την μία πλευρά και χαμηλής εισοδηματικής ανισότητας από την άλλη, γεγονός που έχει σημαντικές επιπτώσεις στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, δημιουργώντας ισχυρές επιπτώσεις πολιτικής. Τρίτον, υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ολοκλήρωσης και πιο ανεπτυγμένα χρηματοπιστωτικά συστήματα, σε συνδυασμό με συγκεκριμένα μακροπροληπτικά μέτρα, μπορούν να αποφέρουν σημαντικά οφέλη όσον αφορά τη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας.Το τρίτο κεφάλαιο μελετά εάν η εφαρμογή των μακροπροληπτικών πολιτικών είναι αποτελεσματική για τον έλεγχο των τιμών των κατοικιών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Αν και η αντιμετώπιση του συστημικού χρηματοοικονομικού κινδύνου είναι ο απώτερος στόχος των μακροπροληπτικών πολιτικών, εντούτοις, στην πράξη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιδιώκουν πολλούς ενδιάμεσους στόχους μέσω αυτών, όπως ο έλεγχος των τιμών των κατοικιών και της πιστωτικής επέκτασης. Ο αντίκτυπος στις τιμές, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ως έμμεση επίδραση και προέρχεται κυρίως από τις επιπτώσεις των μακροπροληπτικών πολιτικών στη χορήγηση πιστώσεων. Για την μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος χρησιμοποιείται ένα μεγάλο σύνολο δεδομένων σχετικά με τη σύσφιξη και τη χαλάρωση των μακροπροληπτικών μέτρων προκειμένου να μελετηθεί η δυναμική συσχέτιση τους με τις τιμές των κατοικιών, για χρονικό ορίζοντα έως και τρία χρόνια μελλοντικά. Το βασικό αποτέλεσμα είναι ότι η εφαρμογή των μακροπροληπτικών πολιτικών επηρεάζει την εξέλιξη των τιμών των κατοικιών και ο μηχανισμός μετάδοσης λαμβάνει χώρα μέσω του πιστωτικού διαύλου, είτε μέσω της ζήτησης στεγαστικών δανείων (μέσω των μακροπροληπτικών μέσων που αφορούν τους δανειολήπτες) είτε της προσφοράς πίστωσης (μέσω των μακροπροληπτικών μέσων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα).