Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι υποδομές αυξάνουν την παραγωγικότητα, μειώνουν το κόστος παραγωγής, προσελκύουν επιχειρήσεις και παραγωγικούς συντελεστές και ενισχύουν το παραγόμενο προϊόν. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι επικριτές οι οποίοι χαρακτηρίζουν τις θετικές επιπτώσεις των υποδομών στη μεγέθυνση αμφισβητήσιμες, στηριζόμενοι κυρίως σε οικονομετρικές προκλήσεις, στο μέγεθος της επένδυσης, στη στην επιλογή της υπό εξέτασης περιόδου κλπ. Η παρούσα διατριβή φιλοδοξεί στο να φωτίσει λίγο το ενδιαφέρον ερώτημα σχετικά με τον αντίκτυπο των υποδομών/ δημοσίου κεφαλαίου στην οικονομική μεγέθυνση, συμβάλλοντας στη συζήτηση σχετικά με το «Γρίφο των Υποδομών». Επιπλέον, στους στόχους της παρούσας προσπάθειας περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής μέσα από την ανάλυση των επιπτώσεων των υποδομών σε τρεις χώρες της Νοτίου Ευρώπης (Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας) με διαφορετικό απόθεμα δημοσίου κεφαλαίου, ενώ επίσης φιλοδοξεί να διαπιστώσει αν η χρήση νέων, περισσότερο αξιόπιστων, δεδομένων θα επηρεάσει τα τελικά συμπεράσματα. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα σε περιφερειακό επίπεδο ώστε να αυξηθούν οι διαθέσιμες παρατηρήσεις και να διαπιστωθούν τυχόν διαπεριφερειακές διαφοροποιήσεις, πρακτική που ενισχύει την αξιοπιστία στην ανάλυση. Επιπρόσθετα, επελέγησαν δεδομένα από διεθνώς αναγνωρισμένες πηγές με σκοπό τη βελτίωση της συγκρισιμότητας των στατιστικών στοιχείων αλλά και την απαλλαγή του δείγματος από ασυνέχειες που προκύπτουν από τον τρόπο συλλογής των στοιχείων. Περιλήφθησαν όλα τα είδη των υποδομών που ήταν διαθέσιμα ανά χώρα για τον εντοπισμό του ολιστικού αποτελέσματος του δημοσίου κεφαλαίου πάνω στο προϊόν. Ειδικά για την Ελλάδα, καταγράφηκαν τα δεδομένα για τις υποδομές ενώ κατασκευάστηκε νέα σχετική χρονοσειρά με τη μέθοδο της Συνεχούς Απογραφής (Perpetual Inventory Method - ΡΙΜ). Η εκτίμηση των χρονοσειρών έγινε με τη βοήθεια μιας τύπου Cobb-Douglas συνάρτησης παραγωγής σε διάφορες μορφές. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι υποδομές είναι στατικά σημαντικές για όλες τις χώρες και είναι συμβατά με εκείνα άλλων ερευνών. Δεν λείπουν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών, με την Ιταλία να παρουσιάζει τις χαμηλότερες ελαστικότητες μεταξύ των χωρών της Νοτίου Ευρώπης. Τα παραπάνω αποτελέσματα συνηγορούν ότι υπάρχει ακόμα χώρος για περαιτέρω έρευνα με έμφαση στην εκτίμηση των επιπτώσεων των υποδομών σε περιφερειακό επίπεδο, ή στον αν μεταβάλλεται ο αντίκτυπος του δημόσιου κεφαλαίου στο προϊόν ανά είδος/ κατηγορία υποδομών. Φυσικά, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την αξιοποίηση διαφορετικών οικονομετρικών τεχνικών ενέχουν μεγάλη σημασία στη διερεύνηση της σχέσης υποδομών και μεγέθυνσης. Τέλος, δεν θα πρέπει να αποκλείεται η ανάλυση ζητημάτων όπως υποδομές και διαφθορά, η χρήση φυσικών μεγεθών αντί νομισματικών, η αναζήτηση νέων τρόπων χρηματοδότησης των υποδομών, ή οι περιβαλλοντικές προκλήσεις κ.ά.