Στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε μια διεπιστημονική ερευνητική εργασία, η οποία είχε ως κεντρική ιδέα τη χημεία και τη βιοδραστικότητα των οργανοκασσιτερικών ενώσεων. Για την επίτευξη της μελέτης αυτής, η ερευνητική εργασία κινήθηκε σε τρεις κεντρικούς άξονες: σχεδιασμός και σύνθεση, ανάλυση και ταυτοποίηση και, τέλος, in vitro μελέτη βιολογικών δράσεων. Αρχικά σχεδιάστηκαν και συντέθηκαν ιμίνες (βάσεις Schiff) παράγωγα του βενζοϊκού οξέος, από τη συμπύκνωση του 3- και του 4-αμινοβενζοϊκου οξέος με π-υποκατεστημένες (Η, ΝΟ2, Cl, MeO, Me2N) βενζαλδεΰδες, καθώς και από τη συμπύκνωση των π-υποκατεστημένων (Η, ΝΟ2, Cl, MeO, Me2N) ανιλίνων με π-φορμυλοβενζοϊκό οξύ. Από τις αντιδράσεις αυτές συντέθηκαν βιολογικά ενεργά αρυλιμηνο υποκατεστημένα βενζοϊκά οξέα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια της συνθετικής διαδικασίας ως ligands (L) για τη σύνθεση νέων τριοργανοκασσιτερικών εστέρων γενικού τύπου R3SnL με R= Μe και Ph. Η ταυτοποίηση και ο χαρακτηρισμός των νέων αυτών ligands και των συμπλόκων που συντέθηκαν πραγματοποιήθηκε με συνδυασμό αναλυτικών τεχνικών: φασματοσκοπικές τεχνικές (FT-IR, 1H-NMR, 13C-NMR, UV-vis), στοιχειακή ανάλυση και την κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ. Επόμενο στάδιο ήταν η in vitro μελέτη βιοδραστικότητας των ενώσεων αυτών η οποία, χωρίστηκε σε δύο σκέλη. Το ένα βιολογικό σκέλος κινήθηκε σε κυτταρικό επίπεδο, όπου αξιολογήθηκε πρώτα η in vitro αποπτωτική δράση σε τέσσερεις καρκινικές κυτταρικές σειρές, ΗepG2, HeLa, K562 και N2a. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η δοκιμή ΜΤΤ (ΜΤΤ assay), η οποία εκτιμά την επίδραση στη βιωσιμότητα των κυττάρων μετά από έκθεσή τους σε διάφορες συγκεντρώσεις των ουσιών. Στη συνέχεια έγιναν νευροκυτταροτοξικές μελέτες, εκτιμώντας την ενδεχόμενη in vitro αναπτυξιακή νευροτοξικότητα. Για το σκοπό αυτό αξιολογήθηκε η επίδραση των υπό μελέτη ουσιών στη διαδικασία ανάπτυξης αξονικών προεκβολών σε υπό διαφοροποίηση Ν2a κύτταρα, μετά από έκθεση σε υποκυτταροτοξικές συγκεντρώσεις των υπό μελέτη ουσιών. Το άλλο βιολογικό σκέλος κινήθηκε σε μοριακό επίπεδο, στοχεύοντας στην εκτίμηση της επίδρασης των υπό μελέτη ουσιών σε συγκεκριμένους βιοχημικούς παράγοντες με σκοπό τη διαλεύκανση των βιοχημικών μηχανισμών δράσεών τους. Εκτιμήθηκε η δράση τους σε συγκεκριμένες πρωτεΐνες του νευροκυτταρικού σκελετού, χρησιμοποιώντας SDS-PAGE και ανοσοχημική τεχνική ανάλυσης Western blot. Επιπλέον, έγινε εκτίμηση της in vitro ανασταλτικής δράσης τους στη λιποξυγονάση, ένζυμο που είναι γνωστό για το ρόλο του στην παραγωγή ελευθέρων ριζών στη φλεγμονή. Τέλος, εκτιμήθηκε η ενδεχόμενη in vitro αντιοξειδωτική δράση τους, αξιολογώντας την ικανότητά τους στην αναστολή της επαγόμενης από το ΑΑΡΗ λιπιδικής υπεροξείδωσης, καθώς και την ικανότητα αλληλεπίδρασής τους με τη σταθερή ρίζα DPPH. Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν προσπαθήσαμε να βγάλουμε συμπεράσματα για το κατά πόσο η δομή των καρβοξυλικών οξέων που χρησιμοποιήθηκαν ως Ligands επηρεάζει τόσο τον τρόπο συναρμογής της καρβοξυλικής ομάδας με το τριοργανοκασσιτερικό κατιόν, όσο και τη βιολογική δράση των υπό μελέτη τριοργανοκασσιτερικών εστέρων στις προαναφερόμενες μελέτες.