Ο στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η μελέτη ορισμένων λοιμωδών νοσημάτων του σκύλου, ιδιαίτερης σημασίας για την άγρια πανίδα και τη Δημόσια Υγεία μέσω διαγνωστικής εργαστηριακής προσέγγισης, συνδυάζοντας εργαστηριακές τεχνικές και οικολογικού μοντέλου θέσης, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Για το σκοπό αυτό, δείγματα από σκύλους που παρουσίαζαν διάρροια εξετάστηκαν για την εύρεση του ιού Canine Parvovirus και σαλμονέλλας. Επίσης, δείγματα από ευρωπαϊκούς καφετί λαγούς εξετάστηκαν για την παρουσία σαλμονέλλας, εφόσον τα στελέχη Canine Parvovirus προτιμούν ως ξενιστές σαρκοφάγα είδη. Ο ιός Canine Parvovirus επιλέχθηκε ως παθογόνος παράγοντας με ιδιαιτέρη σημασία για τους σκύλους και άλλα άγρια είδη σαρκοφάγων ενώ η Σαλμονέλλα παραμένει η δεύτερη συχνότερη αιτία γαστρεντερίτιδας σε ανθρώπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή αποτελεί παθογόνο παράγοντα με μεγάλη σημασία για τη Δημόσια Υγεία. Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης, έγινε κριτική ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας και παρουσιάστηκαν κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση ανθρώπων και ζώων. Πιο συγκεκριμένα, ζωονοτικοί παθογόνοι παράγοντες που εντοπίζονται στον εντερικό σωλήνα και μπορούν να μεταδοθούν μέσω των κοπράνων παρουσιάστηκαν σε κατηγοριοποίηση (Παράσιτα/ Πρωτόζωα/ Βακτήρια/ Ιοί). Μεταξύ αυτών, στελέχη Salmonellae, Campylobacter, ροταϊοί, Toxoplasma gondii και ο εχινόκοκκος αποτελούν πρόβλημα σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η εκτίμηση της διαγνωστικής ακρίβειας μιας εμπορικής διαγνωστικής μεθόδου για την ανίχνευση του Canine Parvovirus περιγράφεται στο δεύτερο κεφάλαιο. Γίνεται σύγκριση της ταχείας εμπορικής δοκιμής με συγκεκριμένη PCR μέθοδο, που θεωρείται η πιο αξιόπιστη μέθοδος για την ανίχνευση του ιού. 78 δείγματα κοπράνων συλλέχθηκαν από σκύλους με διάρροια. Σε 12 σκύλους αναφέρθηκε εμβολιασμός σε διάστημα ενός μήνα πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Η ταχεία δοκιμή έγινε σε 23 δείγματα άμεσα, ενώ τα υπόλοιπα αποθηκεύτηκαν στους -20◦C. Η ευαισθησία της εμπορικής μεθόδου σε σχέση με την PCR ήταν 22.22% (95% CI: 13.27–33.57%) όσον αφορά το σύνολο των δειγμάτων, στα δείγματα από μη εμβολιασμένους σκύλους 26.67% (95% CI: 16.08–39.66%) και στα δείγματα που εξετάστηκαν αμέσως μετά τη συλλογή τους 76.47% (95% CI: 50.10–93.04%). Η ειδικότητα της δοκιμής ήταν 100%. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα αποτελέσματα, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα αρνητικά αποτελέσματα της ταχείας δοκιμής δεν αποκλείουν την ύπαρξη του ιού, αλλά το θετικό αποτέλεσμα σχεδόν σίγουρα υποδηλώνει μόλυνση από CPV. Η ταχεία δοκιμή είναι προτιμότερο να διεξάγεται, αμέσως μετά τη συλλογή των δειγμάτων.Στο τρίτο κεφάλαιο, στόχος ήταν η ανίχνευση της παρουσίας του ιού Canine Parvovirus σε σκύλους με συμβατά κλινικά συμπτώματα στην Κεντρική Ελλάδα καθώς και η διαπίστωση ύπαρξης δημογραφικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που ενδέχεται παίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση του. Συνολικά εξετάστηκαν 117 δείγματα κοπράνων σκύλων έναντι ενός τμήματος του γονιδίου VP2. Η πολυπαραγοντική λογιστική παλινδρόμηση, με τη χρήση του προγράμματος R, έδειξε ότι οι παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση του ιού είναι η ηλικία και η χρήση του σκύλου (οι σκύλοι εργασίας είναι πιο πιθανό να μολυνθούνε από ότι οι σκύλοι αμιγώς συντροφιάς). Τα ευρήματα του Γεωγραφικού Πληροφοριακού Συστήματος μαζί με το οικολογικό μοντέλο θέσης ήταν τα εξής: (i) η πυκνότητα του κτηνοτροφικού κεφαλαίου και (ii) οι χρήσεις γης (συγκεκριμένα ο διακεκομμένος αστικός ιστός) και η πυκνότητα ανθρώπινου πληθυσμού αναγνωρίζονται ως οι πιο σημαντικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες για την εμφάνιση του ιού. Το τελευταίο κεφάλαιο αφορά την ανίχνευση Salmonella spp., ενός σημαντικού ζωονοτικού παθογόνου, σε σκύλους και ευρωπαϊκούς καφετί λαγούς, ενός διαδεδομένου είδους θηράματος. 50 δείγματα από θηρευμένους λαγούς και 117 δείγματα σκύλων από την Κεντρική Ελλάδα εξετάστηκαν με αξιολογημένη μέθοδο PCR. Επιπλέον, έγινε χωρική ανάλυση με τη χρήση ΓΠΣ για τη διερεύνηση της πιθανής γεωγραφικής κατανομής και των σημαντικών περιβαλλοντικών παραγόντων για την παρουσία του βακτηρίου. Βρέθηκαν θετικοί 10 από τους λαγούς και 8 από τα 117 δείγματα σκύλων. Η ανάλυση ΓΠΣ μαζί με το μοντελοποίηση ειδών έδειξε τα εξής: για τους λαγούς σημαντικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες ήταν η εποχικότητα της βροχόπτωσης, η βροχόπτωση κατά το πιο ψυχρό τρίμηνο του έτους και η πυκνότητα του κτηνοτροφικού κεφαλαίου. Αντιστοίχως, για σκύλους θετικούς στη σαλμονέλλα σημαντικοί βρέθηκαν: η μέγιστη θερμοκρασία του πιο θερμού μήνα, η μέση θερμοκρασία του πιο θερμού μήνα, η πυκνότητα του κτηνοτροφικού κεφαλαίου και ο δείκτης βλάστησης για τον Αύγουστο. Η πυκνότητα του κτηνοτροφικού κεφαλαίου είναι ένας κοινός παράγοντας που σχετίζεται με την παρουσία σαλμονέλλας και στα δύο ζωικά είδη, υποδεικνύοντας ότι ενδεχομένως υπάρχει μετάδοση του παθογόνου μεταξύ των παραγωγικών ζώων, των σκύλων και της άγριας πανίδας. Αυτή η μελέτη, που έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα υποδηλώνει ότι ο ρόλος των λαγών και τον σκύλων στην απέκκριση και μετάδοση των Salmonellae χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή, έγινε εκτίμηση μιας εμπορικά διαθέσιμης διαγνωστικής μεθόδου για την παρβοεντερίτιδα, η οποία είναι ακόμα παρούσα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εξερευνά επίσης τη σχέση μεταξύ της παρουσίας του ιου CPV με συγκεκριμένους δημογραφικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Επίσης, η παρουσία της σαλμονέλλας ανιχνεύεται σε σκύλους με διάρροια και λαγούς, ενώ συνδέεται με περιβαλλοντικούς παράγοντες, οι οποίοι διαφοροποιούνται μεταξύ των δύο ζωικών ειδών, υποδεικνύοντας ότι σε αυτή την περίπτωση αντανακλώνται οι συνήθειες των ξενιστών. Η συνεχής επιτήρηση των πληθυσμών σκύλων σε συνδυασμό με στοχευμένους πληθυσμούς ειδών άγριας πανίδας είναι δυνατό να δώσουν πληροφορίες για παθογόνους παράγοντες (ειδικά ζωονοτικούς) που κυκλοφορούν αποτελώντας κίνδυνο για την άγρια πανίδα, τα κατοικίδια ζώα και τους ανθρώπους.