scholarly journals Postpunktioneller Kopfschmerz nach rückenmarknahen Anästhesieverfahren: Inzidenz und Risikofaktoren

2020 ◽  
Vol 69 (12) ◽  
pp. 878-885
Author(s):  
J. Weinrich ◽  
C. von Heymann ◽  
A. Henkelmann ◽  
F. Balzer ◽  
A. Obbarius ◽  
...  

Zusammenfassung Hintergrund/Ziel der Arbeit Der postpunktionelle Kopfschmerz (PKS) ist eine Komplikation nach rückenmarknahen Verfahren (RA) mit erheblichem Krankheitswert. Ziel der Untersuchung war es, die Inzidenz des PKS in 2 großen operativen Kollektiven zu untersuchen, mögliche Risikofaktoren zu identifizieren und den Einfluss auf die Krankenhausverweildauer zu untersuchen. Material und Methoden In einer retrospektiven Analyse des Zeitraums 2010–2012 wurden 341 unfallchirurgische (UCH) und 2113 geburtsmedizinische (GEB) Patient*innen nach Spinalanästhesie (SPA) analysiert. In der statistischen Auswertung (SPSS-23) kamen univariate Analysen mittels Mann-Whitney-U-, Chi2- und Student’s t‑Test sowie logistische Regressionsanalysen zur Anwendung. Ergebnisse Die Inzidenz des PKS betrug in der UCH-Gruppe 5,9 % und in der GEB-Gruppe 1,8 %. Patient*innen mit PKS in der UCH wiesen ein jüngeres Patientenalter (38 vs. 47 Jahre, p = 0,011), einen geringeren BMI (23,5 vs. 25,2, p = 0,037) sowie ein niedrigeres Köpergewicht (70,5 kg vs. 77 kg, p = 0,006) als Patient*innen ohne PKS auf. Dabei konnten das Alter mit einer „odds ratio“ (OR 97,5 % Konfidenzintervall [KI]) von 0,963 (97,5% KI 0,932–0,991, p = 0,015) und das Köpergewicht mit einer OR von 0,956 (97,5 % KI 0,920–0,989, p = 0,014) als unabhängige Risikofaktoren für die Entstehung eines PKS identifiziert werden. In der GEB wies die SPA eine höhere Inzidenz des PKS auf als die kombinierte Spinalepiduralanästhesie (CSE) (8,6 % vs. 1,2 %, p < 0,001). Dabei erwies sich das Verfahren mit einer OR von 0,049 (97,5 % KI 0,023–0,106, p < 0,001) als unabhängiger Risikofaktor für die Entstehung eines PKS. In beiden Gruppen war der PKS mit einem verlängerten Krankenhausaufenthalt assoziiert (UCH-Gruppe 4 vs. 2 Tage, p = 0,001; GEB-Gruppe 6 vs. 4 Tage, p < 0.0005). Diskussion Die Inzidenz des PKS nach SPA/CSE war in unserer Untersuchung in den beschriebenen Patientengruppen unterschiedlich, mit einem deutlich höheren Anteil in der UCH-Gruppe. Alter, Konstitution und Verfahren waren hinweisgebende Risikofaktoren eines PKS. In Anbetracht der funktionellen Einschränkungen (Mobilisation, Versorgung des Neugeborenen) und des verlängerten Krankenhausaufenthalts, sollten zukünftige Studien eine frühe Behandlung des PKS untersuchen.

2017 ◽  
Author(s):  
Σωτήριος Πλάκας

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης είναι η ανάδειξη του ρόλου των προγεννητικών παραγόντων κινδύνου στην εμφάνιση καλοήθων και κακοήθων παθήσεων του ΚΝΣ στα παιδιά. Προγεννητικοί ή περιγεννητικοί παράγοντες κινδύνου ονομάζονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του ανθρώπινου εμβρύου κατά τη διάρκεια της κύησης, από τη γονιμοποίηση μέχρι τη γέννηση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται η ηλικία των γονέων, το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, οι συνθήκες ζωής, οι κοινωνικές συμπεριφορές των γονέων, η γονική επαγγελματική έκθεση, οι θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και η μητρική έκθεση κατά την κύηση σε φαρμακευτικά σκευάσματα, νοσήματα ή παθολογικές καταστάσεις που ενδεχομένως μπορεί να καθορίσουν την υγεία του εμβρύου.ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Διεξήχθη μελέτη ασθενών-μαρτύρων (case –control study), στο Νοσοκομείο Παίδων "Η Αγία Σοφία" της Αθήνας από το 2007 – 2012. σε ασθενείς που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά για κάποια καλοήθη ή κακοήθη πάθηση του ΚΝΣ. Με βάση τη συχνότητα των προγεννητικών παραγόντων στο γενικό πληθυσμό των υγιών παιδιών, [αναμενόμενος ΣΚ (σχετικός κίνδυνος) κατ’ ελάχιστο 2,2 και p≤0.05], ελήφθησαν συνεντεύξεις από τους γονείς 100 ασθενών – παιδιών που αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά για κάποια καλοήθη ή κακοήθη πάθηση του ΚΝΣ και από τους γονείς διπλάσιου, ανά κατηγορία παθήσεως, αριθμό μαρτύρων. Για λόγους μελέτης οι παθήσεις των ασθενών ομαδοποιήθηκαν σε όγκου, δυσραφισμούς/υδροκέφαλους, κρανιοσυνοστεώσεις και άλλες συγγενείς ανωμαλίες. Οι μέσες τιμές, οι τυπικές αποκλίσεις, οι διάμεσοι και τα ενδοτεταρτημοριακά εύρη χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποσοτικών μεταβλητών. Οι απόλυτες (Ν) και οι σχετικές (%) συχνότητες χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποιοτικών μεταβλητών. Για τη σύγκριση αναλογιών χρησιμοποιήθηκε το Pearson’s χ2 test ή το Fisher's exact test, όπου ήταν απαραίτητο. Για τη σύγκριση ποσοτικών μεταβλητών μεταξύ δυο ομάδων χρησιμοποιήθηκε το Student’s t-test. Επίσης για την εύρεση ανεξάρτητων παραγόντων που σχετίζονται με την ύπαρξη όγκου, δυσραφισμού/υδροκέφαλου, κρανιοσυνοστέωσης και άλλων συγγενών ανωμαλιών, έγινε ανάλυση λογαριθμιστικής παλινδρόμησης με τη διαδικασία διαδοχικής ένταξης/αφαίρεσης και προέκυψαν σχετικοί λόγοι (Odds ratio) με τα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης τους (95% ΔΕ). Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Σχετικά με το είδος της σύλληψης (φυσιολογική ή υποβοηθούμενη) στην μονοπαραγοντική ανάλυση, το OR για ανάπτυξη καρκίνου του εγκεφάλου, κρανιοσυνοστέωσης και δυσραφισμού/υδροκέφαλου είναι 3,2, 3,7 και 4,8 αντίστοιχα για παιδιά που γεννήθηκαν μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση σε σχέση με τους μάρτυρες. Με την πολυπαραγοντική λογαριθμιστική παλινδρόμηση έχοντας σαν εξαρτημένη μεταβλητή την ύπαρξη όγκου, διαπιστώθηκε ότι το υψόμετρο διαμονής κατά την κύηση, η χρήση ή επαφή του πατέρα πριν την κύηση με βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες και η περιοχή διαμονής κατά την κύηση βρέθηκαν να σχετίζονται ανεξάρτητα με την ύπαρξη όγκου εγκεφάλου στην παιδική ηλικία. Όσον αφορά την ύπαρξη δυσραφισμού/υδροκέφαλου, διαπιστώθηκε ότι η χρήση ή επαφή του πατέρα πριν την κύηση με βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες, η έκθεση μητέρας σε φάρμακα κατά την κύηση και η ύπαρξη επεισοδίου ενδομήτριας ενδοεγκεφαλικής-ενδοκοιλιακής αιμορραγίας σχετίζονται ανεξάρτητα με τις εν λόγω βλάβες. Επίσης, η χρήση κινητού από τη μητέρα κατά την κύηση, η έκθεση της μητέρας σε φάρμακα κατά την κύηση, η χορήγηση προγεστερόνης (Utrogestan) στη μητέρα από το γυναικολόγο κατά τη διάρκεια της κύησης και το ιστορικό προηγούμενου τέκνου με κάποια πάθηση του ΚΝΣ βρέθηκαν να σχετίζονται ανεξάρτητα με την ύπαρξη κρανιοσυνοστέωσης. Όσον αφορά την ύπαρξη άλλων συγγενών ανωμαλιών, διαπιστώθηκε ότι μόνο η χρήση ή επαφή του πατέρα πριν την κύηση με βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες βρέθηκε να σχετίζεται ανεξάρτητα με την ύπαρξη άλλων συγγενών ανωμαλιών. Τέλος, τα παιδιά με δυσραφισμό/υδροκέφαλο ή κρανιοσυνοστέωση, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννηθούν με καισαρική σε σύγκριση με τους μάρτυρες, ενώ τα παιδιά με δυσραφισμό/υδροκέφαλο βρέθηκαν να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννηθούν πρόωρα ή να συμβεί κατά τη διαδικασία της γέννησης τους πρώιμη ρήξη του αμνιακού σάκου σε σύγκριση με τους μάρτυρες.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Συμπερασματικά, επιβεβαιώνονται και ενισχύονται ήδη γνωστοί παράγοντες κινδύνου για καλοήθεις και κακοήθεις παθήσεις του ΚΝΣ στα παιδιά ενώ επανεξετάζεται ο ρόλος της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών του ΚΝΣ στα παιδιά. Επίσης, η συγκεκριμένη μελέτη, θέτει τη βάση για την αξιολόγηση της επαγγελματικής έκθεσης του πατέρα (χρήση ή επαφή) σε βιομηχανικούς διαλύτες ή άλλες ουσίες πριν από την εγκυμοσύνη, τη λήψη προγεστερόνης (Utrogestan) και τη χρήση κινητού τηλεφώνου από τη μητέρα κατά την κύηση, ως ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υδροκεφαλίας και κρανιοσυνοστέωσης στην παιδική ηλικία, αντίστοιχα. Βέβαια, λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών που συμμετέχουν στη μελέτη, κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση.


1965 ◽  
Vol 60 (309) ◽  
pp. 320 ◽  
Author(s):  
D. B. Owen

2009 ◽  
Vol 17 (1) ◽  
pp. 28-33 ◽  
Author(s):  
Alexandre Pazetto Balsanelli ◽  
Isabel Cristina Kowal Olm Cunha ◽  
Iveth Yamaguchi Whitaker

This study aims to explore the association between nurses' leadership styles and personal and professional nursing profile and workload. The sample consisted of seven nurses and seven nursing technicians who were grouped into pairs. At the end of three months, nurses were queried regarding what leadership style would be adopted when the nursing technician under their evaluation delivered care to patients admitted to the ICU. Relevant data was analyzed by applying descriptive statistics, Tukey's multiple comparison test and Student's t-test (p< 0.05). Nursing workload reached 80.1% on average. The personal and professional profile variables did not show any relation with the leadership styles chosen by nurses (p>0.05). The determine, persuade, and share leadership styles prevailed. However, whenever the nursing workload peaked, the determine and persuade styles were used (p<0.05).


2010 ◽  
Vol 14 (1) ◽  
pp. 15 ◽  
Author(s):  
G. QUADRI ◽  
N. NATALE ◽  
C. SPREAFICO ◽  
C. BELLONI ◽  
D. BARISANI ◽  
...  

Intravesical prostaglandin E2 is effective in the recovery of spontaneous voiding after transvaginal reconstruction of the pubocervical fascia and short arm sling according to Lahodny. The aim of the study was to compare the effects of intravesical prostaglandin E2 in the prevention of urinary retention after transvaginal reconstruction of the pubocervical fascia and short arm sling according to Lahodny. STUDY DESIGN: From November 1996 to June 1999 fifty women underwent the Lahodny procedure for moderate/severe cystocele and stress urinary incontinence. Women were randomly assigned to 1 of the 2 study groups: intravesical prostaglandin E2 versus controls. Data obtained were analyzed with the Student t test and the Fisher exact test. RESULTS: Two patients of the treatment group had to be excluded from the study, one because of the wrong measurement of the post-voidal residual volume and another due to a fastidious burning sensation which appeared immediately after prostaglandin instillation and required the suspension of the treatment. No other side effects such as nausea, vomiting, diarrhea or hyperthermia were observed. Patients who underwent the prostaglandin E2 treatment showed a recovery of spontaneous voiding after 7.9&plusmn;6.7 days, whereas this interval was significantly longer in the control group, being 12.9&plusmn;9.7 days (p=0.04, Two tailed Unpaired Student's T test). CONCLUSION: The effectiveness and the low associated morbidity mark the treatment with intravesical prostaglandin E2 useful in the recovery of normal voiding after transvaginal pubocervical fascia reconstruction and short arm sling with the procedure according to Lahodny.


2018 ◽  
Vol 5 (2) ◽  
pp. 105-108
Author(s):  
Lijo Isaac ◽  
A. P. Nirmal Raj ◽  
Reshma Karkera ◽  
R Naveen Reddy

Very little studies were done on relationship of the dental status and the nutritional status. The present study was done to study relation between edentulism and the presence of anemia. The study was included of 46 adult patients with edentulism and same numbers of patients were taken as controls. The results were tabulated and analyzed with the help of IBM SPSS statistics 20 using student’s t test. The hemoglobin levels were lower in the edentulous patients that that of the control group. The present study had shown that the nutritional status were poor resulting in anemia in case of edentulous patients as compared to control group with the same age group.  


2002 ◽  
Vol 130 (3-4) ◽  
pp. 64-67
Author(s):  
Dejan Petrovic ◽  
Radmila Obrenovic ◽  
Mileta Poskurica ◽  
Biljana Stojimirovic

Functional and structural damages of tubulointerstitium are caused by proteinuria. The aim of this study was to assess the influence of different proteinuria levels on Na+, K+, Cl tubular transport. We examined 50 patients (24 males, 26 females), mean age 46.50 ? 13.08 years, with mean creati-nine clearence of 87.29 ? 31.17 mL/min. They were separated in three groups depending on proteinuria value. The first group with proteinuria less than 0.3 g/24h included 19 persons (7 males, 12 females), mean age 45.12 ? 13.28 years, with mean creatinine clearance of 94.27 ? 34.70 mL/min. The second group of 18 patients (8 males, 10 females), mean age 45.39 ? 12.64 years had proteinuria of 0.3-3,0 g/24h and mean creatinine clearance of 90.07 ? 31.89 mL/min. The third group had proteinuria level higher than 3.0g/24h and mean creatinine clearance of 73.25 ? 20.44 mL/min. It included 13 patients (9 males, 4 females), mean age 50.08 ? 13.73 years. As a parameter of proteinuria influence on tubular transport of Na+, K+ and Cl-, fractional excretion of these electrolytes, was studied. Student's T test, Mann Whitney U test and c2 test were used for statistical analysis. No statistically significant influence of proteinuria was found on Na+, K+ and Cl tubular transport.


2013 ◽  
Author(s):  
Σουσάνα Ανίσογλου

ΣΚΟΠΟΣ: Η συλλογή, ανάλυση και επεξεργασία στοιχείων ογκολογικών ασθενών που νοσηλεύθηκαν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) και η συσχέτισή τους με συγκεκριμένους πιθανούς παράγοντες κινδύνου .ΥΛΙΚΟ: Πρόκειται για μία προοπτική μελέτη παρατήρησης (prospective observational) σε δείγμα 125 ογκολογικών ασθενών που νοσηλεύθηκαν στη Μ.Ε.Θ. κατά την τελευταία διετία.ΜΕΘΟΔΟΣ: Αξιολογήθηκαν επιδημιολογικοί, κλινικοί και λειτουργικοί παράγοντες. Ειδικότερα ελέγχθηκαν η πρωτοπαθής νεοπλασματική νόσος, η ηλικία, η παρουσία στεφανιαίας νόσου, χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, σακχαρώδους διαβήτη, νεφρικής ανεπάρκειας, ο δείκτης μάζας σώματος, η εφαρμογή χημειοθεραπείας ή και ακτινοθεραπείας, η διάρκεια νοσηλείας, τα score βαρύτητας (APACHE II, SAPS II, SOFA) και η έκβαση (εξιτήριο ή θάνατος) και έγιναν συσχετίσεις με τα προηγούμενα στοιχεία. Χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό λογισμικό πακέτο SPSS 17.0 (SPSS, Chicago, IL, USA) για Windows. Οι συνεχείς μεταβλητές παρουσιάζονται ως μέσοι όροι + τυπική απόκλιση (mean + standard deviation). Για τη σύγκριση των μέσων όρων μεταξύ δύο ομάδων έγινε χρήση του student’s t-test, εφόσον οι μεταβλητές ακολουθούσαν την κανονική κατανομή και του Mann-Whitney U test στην αντίθετη περίπτωση. Για την ανάδειξη συσχετίσεων μεταξύ ποιοτικών μεταβλητών έγινε χρήση του x2 test.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η θνητότητα ανήλθε στο 48.8%. Στατιστικά σημαντικοί παράγοντες κακής έκβασης κατά την εισαγωγή του ασθενούς στη ΜΕΘ ήταν τα score βαρύτητας (APACHE II, SAPS II, SOFA), το πτωχό performance status και τα συνυπάρχοντα σοβαρά νοσήματα. Στατιστικά σημαντικοί παράγοντες κακής έκβασης κατά τη διάρκεια νοσηλείας του ασθενούς στη Μ.Ε.Θ. ήταν η διάρκεια του μηχανικού αερισμού, η χρήση αγγειοσυσπαστικών, η πολυοργανική ανεπάρκεια και η σηπτική κατάσταση. Από τις εργαστηριακές εξετάσεις στατιστικά σημαντικές ήταν ο χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων και η θετική αιμοκαλλιέργεια. Ο στατιστικός έλεγχος αξιολόγησης κατά Hosmer Lemeshow παρά τον σχετικά μικρό αριθμό του δείγματος επιβεβαίωσε τη χρησιμότητα των APACHE II, SAPS II, SOFA ως προγνωστικών μοντέλων.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η πρόγνωση ογκολογικών ασθενών που εισάγονται στη ΜΕΘ είναι μέτρια. Υπάρχουν σαφείς προγνωστικοί παράγοντες κινδύνου που μπορούν να συνθέσουν ένα είδος προγνωστικού μοντέλου, ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω πολυκεντρικές μελέτες με προοπτικό χαρακτήρα σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών.


Biometrika ◽  
1949 ◽  
Vol 36 (3/4) ◽  
pp. 426
Author(s):  
S. G. Ghurye

2016 ◽  
Author(s):  
Άννα Καυγά-Παλτόγλου

Εισαγωγή: Το Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο (ΑΕΕ) αποτελεί παγκοσμίως, την πρώτη αιτία μακροχρόνιας ανικανότητας στους ενήλικες, με σοβαρές επιπτώσειςστον ίδιο τον ασθενή, στην οικογένεια και στο σύστημα υγείας Η λειτουργική ανικανότητα επηρεάζει την ποιότητα της ζωής του ασθενούς που επιβίωσε από εγκεφαλικό επεισόδιο και επιδρά στη ζωή της οικογένειας. Η υπευθυνότητα του ρόλου, η αβεβαιότητα και η απώλεια του ελέγχου προκαλούν επιβάρυνση στους φροντιστές και επηρεάζουν τις συμπεριφορές προαγωγής υγείας, καθώς και τη σωματική, ψυχική και κοινωνική τους υγεία. Ο βαθμός λειτουργικής ανικανότητας των ασθενών ως προς τις καθημερινές δραστηριότητες επηρεάζει τις συμπεριφορές προαγωγής υγείας των φροντιστών. Η κατάσταση αυτή επιδρά δυσμενώς στην υγεία του φροντιστή και σε ολόκληρη τη οικογένεια.Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της επιβάρυνσης,της κατάθλιψης και της κοινωνικής υποστήριξης του βασικού φροντιστή καθώς και της λειτουργικής ικανότητας του ασθενούς στο βαθμό που οι συγκεκριμένες μεταβλητές επηρεάζουν τις συμπεριφορές προαγωγής υγείας των οικογενειακών φροντιστών των ασθενών με ΑΕΕ στην κοινότητα.Υλικό-Μέθοδος: Με τη διαδικασία της σκόπιμης δειγματοληψίας επιλέχθηκαν από την ευρύτερη περιοχή της Αττικής, 109 δυάδες ασθενών και των φροντιστών τους. Από τα βασικά κριτήρια επιλογής ήταν οι ασθενείς να έχουν λειτουργική ανικανότητα, και οι φροντιστές να είναι μέλη της οικογένειας αλλά και οι βασικοί φροντιστές. Η συλλογή των δεδομένων έγινε από την ίδια την ερευνήτρια με επισκέψεις κατ’οίκον. Η λειτουργική ικανότητα των ασθενών εκτιμήθηκε με την κλίμακα Barthel, οι συμπεριφορές προαγωγής υγείας και ο τρόπος ζωής των φροντιστών με την κλίμακα HPLP II, οι αλλαγές στη ζωή των φροντιστών, η κατάθλιψη και η κοινωνική τους υποστήριξη με τις κλίμακες, Bakas Caregiving Outcomes Scale (BCOS), CES-D και Personal Resourse Questionnaire (PRQ 2000) αντίστοιχα. Για την περιγραφή των ποσοτικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν οι απόλυτες και οι σχετικές συχνότητες και για τις ποιοτικές μεταβλητές, οι μέσες τιμές, οι τυπικές αποκλίσεις, οι διάμεσοι και τα ενδοτεταρτημοριακά εύρη. Για τις συγκρίσεις χρησιμοποιήθηκε το Student’s t-test και ο παραμετρικός έλεγχος ανάλυσης διασποράς (ANOVA), ενώ για τον έλεγχο της σχέσης ποσοτικών μεταβλητών ο συντελεστής Pearson ή Spearman(r). Για τον έλεγχο σφάλματος τύπου Ι, λόγω των πολλαπλών συγκρίσεων χρησιμοποιήθηκε η διόρθωση κατά Bonferroni όπου, το επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε στο 0,05/κ (κ=αριθμός συγκρίσεων). Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης χρησιμοποιήθηκε για να βρεθούν ανεξάρτητοι παράγοντες που σχετίζοντα με τις κλίμακες από την οποία προέκυψαν οι συντελεστές εξάρτησης και τα τυπικά σφάλματά τους. Οι συντελεστές intraclass correlation coeffcients (ICCs) χρησιμοποιήθηκαν για να ερευνηθεί η συμφωνία των απαντήσεων μεταξύ πρώτης και δεύτερης μέτρησης στο ερωτηματολόγιο HPLP II και PRQ 2000. Η εσωτερική αξιοπιστία ελέχθηκε με το συντελεστή Cronbach’s-alpha. Η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS V.19.0.Αποτελέσματα: Το μεγαλύτερο ποσοστό των φροντιστών (67,95%) ήταν γυναίκες και το 50,5% ήταν σύζυγοι των ασθενών με μέση ηλικία τα 58.0 έτη. Οι περισσότεροι ( 39,4%) ήταν απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 90,6% είχε ενήλικα παιδιά και το 53,2% ήταν συνταξιούχοι. Το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα ήταν περισσότερο από 5000 ευρώ για το 39,4% των φροντιστών και λιγότερο από 5000 ευρώ για το 14,7%. Οι μισοί από τους φροντιστές φρόντιζαν τον ασθενή τουλάχιστον 8 μήνες με μέση ημερήσια διάρκεια 13,2 ώρες. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 69,3 έτη και στην πλειοψηφία τους ήταν άνδρες (51,4%). Σύμφωνα με την αυτοαντίληψη των φροντιστών για την υγεία τους το 49,5% τη χαρακτήρισε μέτρια. Η μέση τιμή στην κλίμακα της επιβάρυνσης βρέθηκε 48.3, της κατάθλιψης 21.7, της κοινωνικής υποστήριξης 77.7 και της λειτουργικότητας των ασθενών 44,0. Η λειτουργικότητα των ασθενών ήταν σημαντικά υψηλότερη όταν οι ασθενείς ήταν άνδρες. Αρνητική ήταν η συσχέτιση με την ηλικία των ασθενών (p=<0,001) τον αριθμό των παιδιών (p=0,014) και το συνολικό χρόνο φροντίδας (p=0,009) καθώς και με τις ώρες ημερήσιας φροντίδας (p=<0,001). Υπήρξε σημαντική αρνητική συσχέτιση της κλίμακας της επιβάρυνσης με την κλίμακα της κατάθλιψης (r=-0,36,p=<0,001) και θετική συσχέτιση της επιβάρυνσης με την κλίμακα κοινωνικής υποστήριξης (r=0,29,p=0,002) Η συνολική βαθμολογία της κλίμακας HPLP II κυμάνθηκε από 1,69 έως 3,17 (διαπροσωπικές σχέσεις 2,66, πνευματική ανάπτυξη 2,61, διατροφικές συνήθεις 2,25, υπευθυνότητα για τη υγεία 2,25, διαχείριση του στρες 2,04, φυσική άσκηση 1,60). Επιπλέον, υπήρξε σημαντική θετική συσχέτιση και μεταξύ όλων των διαστάσεων της κλίμακας. Θετική ήταν η συσχέτιση της κλίμακας με το επίπεδοεκπαίδευσης των φροντιστών (p=0,026) και το ετήσιο οικονομικό τους εισόδημα (p=0,17) και αρνητική με τη διάρκεια της ημερήσιας φροντίδας (r=-0,29). Σημαντική θετική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ της κλίμακας HPLP II και των κλιμάκων: επιβάρυνσης (r=0,25,P=0,008), εκτίμησης της λειτουργικότητας (r=0,24,p=0,011) και κοινωνικής υποστήριξης (r=0,49,p=<0,001). Η κλίμακα κοινωνικής υποστήριξης είχε θετική σημαντική συσχέτιση με όλες τις διαστάσεις της προαγωγής υγείας. Αντίθετα, η κλίμακα HPLP II δε βρέθηκε να συσχετίζεται σε επίπεδο στατιστικά σημαντικό με τηνκλίμακα της κατάθλιψης.Συμπεράσματα: Οι συμπεριφορές προαγωγής υγείας των φροντιστών επηρεάζονται από τη λειτουργική ικανότητα του ασθενούς, από την επιβάρυνση και την κοινωνική υποστήριξη και λιγότερο από τα καταθλιπτικά συμπτώματα. Οι πολλές ώρες φροντίδας και το χαμηλό εκπαιδευτικό και οικονομικό επίπεδο επηρεάζουν αρνητικά τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές υγείας των φροντιστών ασθενών με ΑΕΕ. Οι φροντιστές συνήθως δε συμμετέχουν σε δραστηριότητες φυσικής άσκησης. Η παρούσα μελέτη αποτέλεσε μια πρώτη προσέγγιση του θέματος των συμπεριφορών προαγωγής υγείας των Ελλήνων φροντιστών ασθενών που επιβίωσαν από εγκεφαλικό επεισόδιο και ζούν στην κοινότητα. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους νοσηλευτές της κοινότητας για την υποστήριξη των οικογενειακών φροντιστών, με την εφαρμογή ατομικών και ομαδικών προγραμμάτων αγωγής υγείας, συμβουλευτικής και δράσεων κοινωνικής υποστήριξης στο επίπεδο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document