Η πρόσφατη βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας και ψυχοπαθολογίας, η φύση της οποίας, όμως, παραμένει αδιευκρίνιστη. Μελετήσαμε το διαμεσολαβητικό ρόλο των βιοχημικών διαταραχών, της σωματικής δραστηριότητας, των διατροφικών συνηθειών και του καπνίσματος στη σχέση αυτή, σε ένα δείγμα παχύσαρκων ατόμων που αναζητούν θεραπεία.Στην μελέτη αυτή έλαβαν μέρος 142 ενήλικοι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και 119 ενήλικοι με φυσιολογικό BMI, με αντιστοιχία των δύο ομάδων ως προς την ηλικία και το φύλο (μέση ηλικία 35.88±10.42 vs 34.05±8.96) . Τα στοιχεία ψυχοπαθολογίας αξιολογήθηκαν μέσω της Κλίμακας Ελέγχου Συμπτωμάτων (Symptom Checklist 90-Revised - SCL 90-R), οι διατροφικές συνήθειες μέσω του Μεσογειακού Διατροφικού Σκορ (MedDietScore – MDS) και η σωματική άσκηση μέσω του Διεθνούς Ερωτηματολογίου Σωματικής Δραστηριότητας (International Physical Activity Questionnaire – IPAQ). Οι συμμετέχοντες στην μελέτη ερωτήθηκαν επίσης ως προς τις συνήθειες καπνίσματος. Επιπλέον, μετρήθηκαν τα επίπεδα πλάσματος γλυκόζης νηστείας, χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων. Εφαρμόστηκε μία σειρά από γραμμικά και μη γραμμικά μοντέλα για τη στατιστική ανάλυση της μελέτης.Η παχυσαρκία σχετίστηκε θετικά και σημαντικά (p<0.05) με όλες τις υποκλίμακες της SCL-90R, με εξαίρεση εκείνες του άγχους και του φοβικού άγχους, καθώς και με τα επίπεδα πλάσματος γλυκόζης και λιπιδίων, την καθιστική δραστηριότητα και το κάπνισμα, ενώ σχετίστηκε αρνητικά με το συνολικό σκορ του MDS. Η συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας και ψυχοπαθολογίας φαίνεται ότι διαμεσολαβείται μερικώς από τα επίπεδα λιπιδίων πλάσματος, την ανθυγιεινή διατροφή, την καθιστική ζωή και το κάπνισμα. Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που πιθανώς ερμηνεύουν τις διαμεσολαβήσεις αυτές αφορούν καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου (όπως αύξηση των δεικτών φλεγμονής, ενδοθηλιακή δυσλειτουργία), βιοχημικές παραμέτρους (όπως μείωση των νευροτροφικών παραγόντων, π.χ. BDNF) και δομικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου (όπως ατροφία του προμετωπιαίου φλοιού) που συνδέονται με το κάπνισμα, την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, την κακή διατροφή και τη δυσλιπιδαιμία. Δεδομένου ότι στη μελέτη μας συμμετείχαν σχετικά νεαρά σε ηλικία άτομα, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως οι καρδιαγγειακοί/ βιοχημικοί/ δομικοί παράγοντες αυτοί είναι δυνατό να εκδηλωθούν και σε άτομα νεαρής ηλικίας. Φαίνεται ότι σημαντικότερο ρόλο στους συγκεκριμένους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς δεν παίζει τόσο η ηλικία, αλλά o Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index – ΒΜΙ), τα επίπεδα λιπίδίων πλάσματος και η παχυσαρκία.