Acute Effect of Front Crawl Sprint Resisted Swimming on the Propulsive Forces of the Hand

2013 ◽  
Vol 29 (1) ◽  
pp. 98-104 ◽  
Author(s):  
Vassilios Gourgoulis ◽  
Nikolaos Aggeloussis ◽  
Georgios Mavridis ◽  
Alexia Boli ◽  
Panagiotis Kasimatis ◽  
...  

The purpose of the current study was to investigate the acute effect of sprint resisted front crawl swimming on the propulsive forces of the hand. Eight female swimmers swam 25 m with maximal intensity, with and without added resistance. A bowl with a capacity of 2.2, 4 and 6 L was used as low, moderate and high added resistance, respectively. The underwater motion of the swimmer’s right hand was recorded using 4 cameras (60 Hz) and the digitization was undertaken using the Ariel Performance Analysis System. Repeated-measures ANOVA revealed that the velocity of the hand, the pitch and the sweepback angles of the hand, as well as the magnitude and the relative contribution of the drag and lift forces were not significantly modified and thus the magnitude of the resultant force did not change. Moreover, the magnitude of the effective force, as well as the angle formed between the resultant force and the axis of the swimming propulsion were not significantly affected. Thus, it could be concluded that resistance added as in this study did not alter the pattern of the propulsive hand forces associated with front crawl sprinting.

Kinesiology ◽  
2017 ◽  
Vol 49 (2) ◽  
pp. 178-184
Author(s):  
Jonathan Sinclair ◽  
Paul John Taylor

Squash is associated with a high incidence of chronic injuries. Currently there is a trend in many sports for players to select minimalist footwear. The aim of the current investigation was to examine the effects of squashspecific, running shoes and minimalist footwear on the kinetics and 3-D kinematics of the lunge movement in squash players. Twelve male squash players performed lunge movements whilst wearing minimalist, running shoe and squash-specific footwear. 3-D kinematics of the lower extremities were measured using an eightcamera motion analysis system alongside kinetic and tibial acceleration information which were obtained using a force platform and an accelerometer. Differences between footwear were examined using one-way repeated measures ANOVA. The results show firstly that loading rate parameters were significantly greater in the minimalist (average = 85.36B.W/s and instantaneous = 179.09B.W/s) footwear in relation to the squashspecific (average = 38.66 B.W/s and instantaneous = 50.73B.W/s) and running footwear (average = 37.62B.W/s and instantaneous = 48.14B.W/s). In addition, tibial acceleration parameters were also significantly greater in the minimalist (peak tibial acceleration = 8.45 g and tibial acceleration slope = 422.28g/s) footwear in relation to the squash-specific (peak tibial acceleration = 4.33 g and tibial acceleration slope = 182.57g/s) and running footwear (peak tibial acceleration = 4.81 g and tibial acceleration slope = 226.72g/s). The significant increase in impact loading in the minimalist footwear therefore suggests this type of shoe may place squash players at an increased risk of developing impact-related chronic injuries.


2017 ◽  
Vol 13 (2) ◽  
pp. 105-111 ◽  
Author(s):  
J.K. Sinclair ◽  
P.J. Taylor ◽  
B. Sant

The aim of this work was to examine the effects of barefoot, cross-fit, minimalist and conventional footwear on patellofemoral loading during running. Twelve cross-fit athletes ran at 4.0 m/s in each of the four footwear conditions. Lower limb kinematics were collected using an 8 camera motion analysis system and patellofemoral loading was estimated using a mathematical modelling approach. Differences between footwear were examined using one-way repeated measures ANOVA. The results showed the peak patellofemoral force and stress were significantly reduced when running barefoot (force = 3.42 BW & stress = 10.71 MPa) and in minimalist footwear (force = 3.73 BW & stress = 11.64 MPa) compared to conventional (force = 4.12 BW & stress = 12.69 MPa) and cross-fit (force = 3.97 BW & stress = 12.30 MPa) footwear. In addition, the findings also showed that patellofemoral impulse was significantly reduced when running barefoot (0.35 BW·s) and in minimalist footwear (0.36 BW·s) compared to conventional (0.42 BW·s) and cross-fit (0.38 BW·s) footwear. Given the proposed association between patellofemoral loading and patellofemoral disorders, the outcomes from the current investigation suggest that cross-fit athletes who select barefoot and minimalist footwear for their running activities may be at reduced risk from patellofemoral joint pathology in comparison to conventional and cross-fit footwear conditions.


2021 ◽  
Author(s):  
Στέργιος Κομσής

Το ποδόσφαιρο είναι ένα σύνθετο, άθλημα το οποίο απαιτεί από τους παίκτες να εκτελέσουν πολυάριθμες δράσεις, που απαιτούν αντοχή, δύναμη, ταχύτητα, αλτική ικανότητα και ευκινησία. Οι περισσότερες ημιεπαγγελματικές και ερασιτεχνικές ομάδες δεν εφαρμόζουν κάποια προπονητική δραστηριότητα στο διάστημα που μεσολαβεί από την ολοκλήρωση της αγωνιστικής περιόδου μέχρι την έναρξη της προαγωνιστικής περιόδου της επόμενης χρονιάς, δηλαδή κατά τη μεταβατική περίοδο, πράγμα που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην απόδοση των αθλητών. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να αξιολογηθούν οι παράγοντες φυσικής κατάστασης αθλητών ποδοσφαίρου, αναφορικά με τα κινηματικά, τα δυναμικά και τα ηλεκτρομυογραφικά χαρακτηριστικά, αλλά και μέσα από δοκιμασίες παιδιάς μετά από την εφαρμογή συνδυαστικού προγράμματος προπόνησης με την αντίσταση του νερού αλλά και συνδυαστικού προγράμματος προπόνησης στη ξηρά. Επίσης να εξεταστούν οι επιπτώσεις της αποπροπόνησης χωρίς την εφαρμογή προγράμματος προπόνησης (Detraining) στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα , και τέλος οι παραπάνω ομάδες να συμμετέχουν σε πρόγραμμα προαγωνιστικής περιόδου κοινό για όλες και στο τέλος να συγκριθούν μεταξύ τους. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 36 ερασιτέχνες αθλητές (n=36) ποδοσφαίρου, ερασιτεχνικών σωματείων ηλικίας 19 έως 24, ετών χωρίς προβλήματα τραυματισμών οι οποίοι με τυχαίο τρόπο επιλογής χωρίσθηκαν σε 3 ομάδες. Το πρόγραμμα προπόνησης για καθεμία από τις ομάδες ήταν διαφορετικό. Η πρώτη ομάδα (n1=12) ήταν η ομάδα που ακολούθησε συνδυαστικό πρόγραμμα προπόνησης με τα στοιχεία της φυσικής κατάστασης να περιλαμβάνουν επιβαρύνσεις με την αντίσταση του νερού ATP (Aqua Training Program) Group. Η δεύτερη ομάδα (n2=12) είναι η ομάδα που ακολούθησε συνδυαστικό πρόγραμμα προπόνησης με τα στοιχεία της φυσικής κατάστασης να περιλαμβάνουν επιβαρύνσεις προπόνησης στο γήπεδο (ξηρά) FTP (Field Training Program).ενώ η Τρίτη ομάδα (n3=12) η ομάδα ελέγχου CGD (Control Group Detraining), δεν ακολούθησε κάποιο συγκεκριμένο προπονητικό πρόγραμμα, (Detraining). Η διαδικασία καταγραφής των δεδομένων κατά την εκτέλεση των δοκιμασιών πραγματοποιήθηκε σε τρείς διαφορετικές χρονικές περιόδους, η αρχική μέτρηση πραγματοποιήθηκε στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου και πριν από την εφαρμογή των προπονητικών προγραμμάτων της μεταβατικής περιόδου διάρκειας 4 εβδομάδων, η δεύτερη μέτρηση στη χρονική περίοδο μετά από την εφαρμογή των προπονητικών προγραμμάτων της μεταβατικής περιόδου και πριν την έναρξη της προαγωνιστικής περιόδου ενώ η Τρίτη μέτρηση πραγματοποιήθηκε ,στο τέλος της προαγωνιστικής περιόδου, διάρκειας 6 εβδομάδων Οι εργαστηριακές μετρήσεις περιλάμβαναν καταγραφή των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών όπως το ύψος και σωματικό βάρος για τον υπολογισμό του δείκτη μάζας σώματος BMI (Σ. Βάρος / Ύψος2 ) και λιπομέτρηση με δερματοπτυχόμετρο από δερματοπτυχές σε 4 σημεία, επίσης κατακόρυφα άλματα από ημικάθισμα, Squat Jump (SJ) και κατακόρυφα άλματα ύστερα από πτώση από ύψος 30 εκ. Drop Jump30 (DJ30), με ταυτόχρονη λήψη κινηματικών, δυναμικών και ηλεκτρομυογραφικών χαρακτηριστικών στη συνέχεια δοκιμασίες για τη καταγραφή της παραγόμενης δύναμης με ταυτόχρονη λήψη κινηματικών, δυναμικών και ηλεκτρομυογραφικών χαρακτηριστικών όπου οι συμμετέχοντες εκτέλεσαν. μέγιστη ισομετρική δύναμη των κάτω άκρων Fmaxiso σε γωνίες άρθρωσης γονάτου, 120, μέγιστη έκκεντρη δύναμη των κάτω άκρων Fmaxecc, και μέγιστη σύγκεντρη δύναμη των κάτω άκρων Fmaxcon και τέλος πραγματοποιήθηκαν οι δοκιμασίες παιδιάς, όπου χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία καρδιοαναπνευστικής αντοχής YO-YO IR1, η αξιολόγηση της ικανότητας επίτευξης μέγιστης επιτάχυνσης (10m), της μέγιστης δρομικής ταχύτητας 20m με αρχική επιτάχυνση 10m (Flying start), της μέγιστης δρομικής ταχύτητας (30m) και το Illinois Agility Run Test για την αξιολόγηση της ευκινησίας. Η αξιολόγηση των κινηματικών χαρακτηριστικών των δοκιμασιών πραγματοποιήθηκε με το APAS (Ariel Performance Analysis System), των δυναμικών και ηλεκτρομυογραφικών χαρακτηριστικών, με τα προγράμματα ανάλυσης Bioware και Bioanalysis. Για τον έλεγχο του δείγματος αναφορικά με την ομοιογένεια του, πραγματοποιήθηκε αρχικά ανάλυση ONEWAY ANOVA. Στη συνέχεια για να ελεγχθεί η επίδραση των προγραμμάτων μεταξύ των ομάδων, χρησιμοποιήθηκε ανάλυση MANOVA, με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις , REPEATED MEASURES. Ακολούθως πραγματοποιήθηκε ONEWAY ANOVA ,πριν και μετά από το προπονητικό πρόγραμμα της μεταβατικής περιόδου, αλλά και πριν από την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου. Και τέλος έγιναν PAIRED T-TEST των ομάδων ξεχωριστά πριν και μετά το προπονητικό πρόγραμμα της μεταβατικής περιόδου, αλλά και πριν από την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου. Το επίπεδο σημαντικότητας ορίσθηκε στο P≤0.05. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι στις αρχικές μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων στις μεταβλητές που επιλέχθηκαν. Στη συνέχεια στην δεύτερη και ενδιάμεση μέτρηση υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων ATP και CGD αλλά και μεταξύ των FTP και CGD, με την CGD να βρίσκεται χαμηλότερα από τις υπόλοιπες δυο, οι οποίες δεν διέφεραν στατιστικά σχεδόν σε όλες τις μεταβλητές. Τέλος στην τρίτη και τελική μέτρηση υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων ATP και CGD αλλά και μεταξύ των FTP και CGD, με την CGD να βρίσκεται πάλι χαμηλότερα από τις υπόλοιπες δυο, οι οποίες δεν διέφεραν στατιστικά σχεδόν σε όλες τις μεταβλητές. Συμπερασματικά τόσο το πρόγραμμα προπόνησης της φυσικής κατάστασης στην ξηρά (FTP) αλλά και το πρόγραμμα προπόνησης φυσικής κατάστασης μέσα στο νερό (ATP) πραγματοποίησαν παρόμοιες προσαρμογές στους δείκτες φυσικής κατάστασης, με βελτίωση ή σταθεροποίηση σε ορισμένους, αλλά και μείωση σε κάποιους άλλους μετά από τη μεταβατική περίοδο, και παρόμοια ανάπτυξη κατά τη προαγωνιστική περίοδο, ενώ στην ομάδα (CGD), λόγω της αποπροπόνησης παρουσιάστηκε μείωση σχεδόν σε όλους τους δείκτες μετά από τη μεταβατική περίοδο, πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τις μειωμένες προσαρμογές μετά από την προαγωνιστική περίοδο σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο ομάδες.


2020 ◽  
Author(s):  
Γεωργία Αξέτη

Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση της επίδρασης ενός ειδικού προγράμματος παρέμβασης στα κινηματικά χαρακτηριστικά βασικών κινητικών δεξιοτήτων σε νήπια 4-6 ετών διαφορετικής βιολογικής ηλικίας. Στην εν λόγω έρευνα συμμετείχαν εθελοντικά 62 υγιή παιδιά και χωρίστηκαν σε οκτώ ομάδες βάσει χρονικής και βιολογικής ηλικίας. Οι τέσσερις Πειραματικές Ομάδες συμμετείχαν στο πρόγραμμα παρέμβασης κινητικών δραστηριοτήτων διάρκειας 16 μηνών ( δραστηριότητες εξερεύνησης, καθοδηγούμενης ανακάλυψης, εμπέδωσης-παιχνίδια) ως μέρος του ημερήσιου προγράμματος (25΄- 30΄, 2 φορές την εβδομάδα) υπό την επίβλεψη της νηπιαγωγού-ερευνήτριας. Οι αντίστοιχες Ομάδες Ελέγχου μετείχαν μόνο στο πρόγραμμα των ενδοσχολικών δραστηριοτήτων. Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας του ανωτέρω προγράμματος διεξήχθησαν δοκιμασίες μέτρησης με τη συμμετοχή όλων των ομάδων. Για την κινηματική ανάλυση των βασικών κινητικών δεξιοτήτων χρησιμοποιήθηκε η τρισδιάστατη (3D) βιντεοανάλυση, μέσω του προγράμματος APAS (Ariel Performance Analysis System). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατόπιν επίσημης έγκρισης του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων, καθώς και γραπτής συγκατάθεσης των γονέων των παιδιών. Για τη στατιστική ανάλυση της συγκεκριμένης έρευνας χρησιμοποιήθηκε η πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (ΜANOVA) με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (REPEATED MEASURES) (p ≤ 0,05). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ομάδες Ελέχου δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές που αξιολογήθηκαν. Σύμφωνα με τα δεδομένα της παρούσας έρευνας, η Μετατόπιση Κέντρου Μάζας Σώματος αποτελεί σημαντική ένδειξη για τη βελτίωση της βάδισης στα παιδιά που συμμετείχαν στο πρόγραμμα. Στο τρέξιμο φαίνεται να υιοθέτησαν δικό τους κινητικό πρότυπο, παρουσιάζοντας αύξηση στη μετατόπιση ανάλογη της ταχύτητας. Στο κατακόρυφο άλμα εμφάνισαν βελτίωση, καθώς φαίνεται να πήδηξαν πιο ψηλά και πιο γρήγορα. Το ίδιο διαπιστώθηκε στο οριζόντιο άλμα όσον αφορά τη Μετατόπιση του Κέντρου Μάζας. Οι τρεις Πειραματικές Ομάδες παρουσίασαν βελτίωση στη ρίψη, καθώς παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη Γωνία Δεξιού Αγκώνα στη φάση της απελευθέρωσης. Στο λάκτισμα η αύξηση της οριζόντιας Μετατόπισης ισχυροποιεί την κατεύθυνση του σώματος προς τα μπροστά για την εκτέλεση του σουτ από τα πρόωρα βιολογικά αναπτυγμένα παιδιά γεννηθέντα το 2010. Στην υποδοχή η μεταβολή της γωνιακής ταχύτητας του αγκώνα στα μεγαλύτερα παιδιά δείχνει να αποτελεί σημαντικό δείκτη για τη βελτίωση της τεχνικής. Στο χτύπημα πήδηξαν ψηλότερα κατακόρυφα, ακολουθώντας την κίνηση της ρακέτας και της μπάλας με ελαφριά κλίση του σώματός τους μπροστά. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι τα προγράμματα παρέμβασης χρήζουν εφαρμογής και σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, καθώς βελτιώνουν το επίπεδο κινητικής ικανότητας και την ποιότητα της κίνησης του εκάστοτε παιδιού.


2021 ◽  
Vol 11 (1) ◽  
Author(s):  
Tomohiro Gonjo ◽  
Ricardo J. Fernandes ◽  
João Paulo Vilas-Boas ◽  
Ross Sanders

AbstractThe current study investigated body roll amplitude and timing of its peak in backstroke and compared them with front crawl swimming. Nineteen anatomical landmarks were digitised using 80 swimming trial videos (ten swimmers × two techniques × four intensities) recorded by two above- and four below-water cameras. One upper-limb cycle was analysed for each trial, and shoulder and hip roll, whole-body roll (WBR), and WBR due to the buoyant torque (WBRBT) were obtained. Main effects of intensity and technique on the amplitude and timing to reach the peak in those variables were assessed by two-way repeated-measures ANOVA. Swimmers decreased their WBRBT amplitude with an increase in the intensity in both techniques (p ≤ 0.005). The same result was observed for the amplitude of WBR, shoulder roll, and hip roll only in front crawl (p ≤ 0.017). Swimmers maintained the timing of peak WBRBT in both techniques, while they shifted the timing of WBR and hip roll peak toward the beginning of the cycle when increasing the intensity in front crawl (p ≤ 0.017). In conclusion, swimmers maintain the amplitude of WBR, shoulder roll, and hip roll in backstroke when the intensity increases, whereas they reduce the amplitude of all rolls in front crawl.


2014 ◽  
Author(s):  
Νικόλαος Ξανθόπουλος

Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αξιολόγηση ενός συνδυαστικού προπονητικού προγράμματος ταυτόχρονης βελτίωσης της δύναμης και της ταχύτητας και των πιθανών μεταβολών που θα επιφέρει σε επιλεγμένες κινηματικές, δυναμικές και ηλεκρομυογραφικές μεταβλητές της δύναμης και της ταχύτητας των ποδοσφαιριστών. Το δείγμα της μέτρησης αποτέλεσαν 44 ποδοσφαιριστές ερασιτεχνικών σωματείων (Α΄ ποδοσφαιρικής ερασιτεχνικής κατηγορίας νομού Πέλλας), ηλικίας Μ=19,43 έτη, sd=2,32, ύψους Μ=175,12 cm, sd=3,26 και βάρους Μ=74,23 Kg, sd=7,71 οι οποίοι χωρίστηκαν σε 4 ισάριθμες ομάδες. Η καθεμιά από τις ομάδες ακολούθησε διαφορετικό πρόγραμμα προπόνησης. Η πρώτη ομάδα ακολούθησε συνδυαστικό προπονητικό πρόγραμμα ταυτόχρονης βελτίωσης της δύναμης και της ταχύτητας. Η δεύτερη ομάδα ακολούθησε αμιγώς προπονητικό πρόγραμμα βελτίωσης της δύναμης. Η τρίτη ομάδα ακολούθησε αμιγώς προπονητικό πρόγραμμα βελτίωσης της ταχύτητας. Η τέταρτη ομάδα αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου. Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε κατά την προαγωνιστική περίοδο. Στις αρχικές και τελικές μετρήσεις οι δοκιμαζόμενοι υποβλήθηκαν σε επιλεγμένη δέσμη δοκιμασιών κατά τις οποίες έγινε αξιολόγηση της μέγιστης ισομετρικής δύναμης (F Maximum) των κάτω άκρων, των κατακόρυφων αλμάτων από ημικάθισμα (Squat Jump) και των κατακόρυφων αλμάτων μετά από πτώση από ύψος (Drop Jump). Οι τρεις μύες που αξιολογήθηκαν ήταν: ο ορθός μηριαίος (Rectus Femoris), ο δικέφαλος μηριαίος (μακρά κεφαλή) (Biceps Femoris) και ο γαστροκνήμιος (Gastrocnemius) των κάτω άκρων. Επίσης αξιολογήθηκε η μέγιστη ταχύτητα στο εργοποδήλατο και η μέγιστη ταχύτητα 10 και 30μ, με αρχική και χωρίς αρχική ταχύτητα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιομηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών του ΑΠΘ καθώς και στους χώρους προπόνησης των δοκιμαζομένων. Για τις μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν: α) Δυναμοδάπεδο kistler ( τύπος 9281CA ), (συχνότητα δειγματοληψίας 1000 Hz), β) Επιφανειακά ηλεκτρόδια (motion control co) με προενισχυτή (καταγράφηκε η ηλεκτρομυική δραστηριότητα από τον ορθό μηριαίο, δικέφαλο μηριαίο και γαστροκνήμιο,με συχνότητα δειγματοληψίας 1000 Hz), γ) Videocamera τύπου Ranasonic AG 188 (συχνότητα δειγματοληψίας 60f / sec), δ) εργοποδήλατο τύπου MONARK ergomedic (814E, classe A, din 32932) και ε) δύο φράκτες φωτοκυττάρων (Autonics Beam Sensor BL5M-MFR). Η αξιολόγηση των κινηματικών, δυναμικών και ΗΜΓ χαρακτηριστικών έγινε με το σύστημα APAS ( Ariel Performance Analysis System) . Για να διαπιστωθεί η επίδραση της προπόνησης στα βιομηχανικά χαρακτηριστικά των μεταβλητών μεταξύ των ομάδων, χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης ANOVA (Repeated Measures), (επίπεδο σημαντικότητας p<.05). Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι η πρώτη ομάδα παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά από τις άλλες τρεις ομάδες α) στα δυναμικά χαρακτηριστικά, στο κατακόρυφο άλμα από ημικάθισμα (Squat Jump), στο κατακόρυφο άλμα μετά από πτώση από ύψος (Drop Jump) και στη μέγιστη ισομετρική προσπάθεια των κάτω άκρων (F Maximum), β) στα ηλεκτρομυογραφικά χαρακτηριστικά (EMG) και στους τρεις μύες, στο κατακόρυφο άλμα από ημικάθισμα (SJ) κατά την σύγκεντρη προσπάθεια, στο άλμα μετά από πτώση από ύψος (DJ) κατά την σύγκεντρη και έκκεντρη προσπάθεια και στη μέγιστη ισομετρική προσπάθεια των κάτω άκρων (FMax), κατά την σύγκεντρη προσπάθεια, γ) στα κινηματικά χαρακτηριστικά τόσο στις γωνίες όσο και στις γωνιακές ταχύτητες, στο κατακόρυφο άλμα από ημικάθισμα (SJ), στο κατακόρυφο άλμα μετά από πτώση από ύψος (DJ) και στη μέγιστη ισομετρική προσπάθεια των κάτω άκρων (FMax) και δ) στη μέγιστη ταχύτητα στο εργοποδήλατο, αλλά και στις ταχύτητες 10μ, 30μ, με και χωρίς αρχική ταχύτητα. Τέλος η πρώτη ομάδα δεν παρουσίασε καμία στατιστικά σημαντική μεταβολή κατά την προενεργοποίηση και στις τρεις δοκιμασίες (SJ, DJ, FMax), σε αντίθεση με τις άλλες τρεις ομάδες που είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.


2017 ◽  
Author(s):  
Γεώργιος Κομσής

Ο σκοπός της έρευνας ήταν η εφαρμογή ενός συγκεκριμένου προγράμματος προπόνησης δύναμης και ταχύτητας και η αξιολόγηση των κινηματικών, δυναμικών και ηλεκτρομυογραφικών χαρακτηριστικών καθώς και της ταχύτητας, ώστε να διαπιστωθεί η επίδραση του συνδυαστικού προπονητικού προγράμματος. Το δείγμα της συγκεκριμένης έρευνας αποτέλεσαν συνολικά είκοσι (20) αθλήτριες ποδοσφαίρου ηλικίας 20,11 ± 1,45, που χωρίστηκαν στην ομάδα προπόνησης και στην ομάδα ελέγχου. Όλοι οι δοκιμαζόμενοι πραγματοποίησαν εργαστηριακές μετρήσεις στο εργαστήριο Νευρομηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών. Πραγματοποίησαν μετρήσεις μέγιστης ισομετρικής δύναμης των κάτω άκρων από εδραία θέση, καθώς και μετρήσεις μέγιστης σύγκεντρης δύναμης, μέγιστης έκκεντρης δύναμης στο ισοκινητικό δυναμόμετρο. Επίσης πραγματοποίησαν κατακόρυφα άλματα (άλμα από πτώση, άλμα από ημικάθισμα). Στη συνέχεια πραγματοποίησηαν δοκιμασία μέγιστης ισομετρικής από όρθια θέση. Μετρήθηκαν και αξιολογήθηκαν κινηματικά, δυναμικά και ηλεκτρομυογραφικά χαρακτηριστικά. Οι ομάδες πραγματοποίησαν δοκιμασίες πεδίου ταχύτητας και ευκινησίας. Ακολούθησε συνδιαστικό προπονητικό πρόγραμμα διάρκειας έξι εβδομάδων με στόχο την βελτίωση της δύναμης και της ταχύτητας. Στη συνέχεια με την ίδια διαδικασία και κάτω από τις ίδιες συνθήκες πραγματοποιήθηκε η τελική μέτρηση. Η αξιολόγηση των κινηματικών χαρακτηριστικών των δοκιμασιών πραγματοποιήθηκε με το APAS (Ariel Performance Analysis System), των δυναμικών και ηλεκτρομυογραφικών χαρακτηριστικών, με τα προγράμματα ανάλυσης Bioware και Bioanalysis. Η αξιολόγηση της ταχύτητας και η δοκιμασία της ευκινησίας πραγματοποιήθηκε με διπλή δέσμη φωτοκυττάρων. Για να διαπιστωθεί η επίδραση της προπόνησης στα κινηματικά, δυναμικά, ηλεκτρομυογραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων, χρησιμοποιήθηκε η επιτάχυνση στα 30μ. παρατηρήθηκε μείωση του χρόνου. Σε ό,τι αφορά το τεστ ευκινησίας, υπήρξε βελτίωση του χρόνου. Στην ομάδα ελέγχου δεν παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές μεταβολές στις μεταβλητές που μετρήθηκανανάλυση διακύμανσης anova (repeated measures), καθώς και τεστ ανεξάρτητων δειγμάτων, ενώ το επίπεδο σηματνικότητας ορίστηκε το p≤0.05. Στα αποτελέσματα των κινηματικών χαρακτηριστικών δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, στη μέγιστη ισομετρική δύναμη από εδραία θέση, τη μέγιστη σύγκεντρη δύναμη και τη μέγιστη έκκεντρη δύναμη καθώς και στη μέγιστη ισομετρική δύναμη από όρθια θέση. Όσον αφορά στο άλμα από ημικάθισμα βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε ορισμένες μεταβλητές αξιολόγησης. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στα άλματα βάθους (Drop Jump30). Στα δυναμικά χαρακτηριστικά παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές των μέσων όρων σε ορισμένες μεταβλητές στις δοκιμασίες της ισομετρικής δύναμης, της μέγιστης σύγκεντρης δύναμης καθώς και στην μέγιστη έκκεντρη δύναμη. Επίσης υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές της μέγιστης ισομετρικής δύναμης από όρθια θέση. Στατιστικά σημαντικές διαφορές βρέθηκαν επίσης και στα άλματα από ημικάθισμα, καθώς και στα άλματα βάθους. Στα ηλεκτρομυογραφικά χαρακτηριστικά παρατηρήθηκαν διαφορές στη μέγιστη ισομετρική δύναμη, στη μέγιστη σύγκεντρη δύναμη και στη μέγιστη έκκεντρη δύναμη. Κατά την ηλεκτρομυογραφική καταγραφή της μέγιστης ισομετρικής δύναμης από την όρθια θέση του σώματος, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε επιλεγμένες μεταβλητές. Στο άλμα από ημικάθισμα (Squat Jump), παρατηρήθηκε αύξηση στην ηλεκτρομυϊκή λειτουργία των μυών. Στο άλμα από πτώση (Drop Jump), παρουσιάστηκε αύξηση δραστηριότητας των μυών τόσο κατά την έκκεντρη, όσο και κατά τη σύγκεντρη φάση στήριξης. Στην επιτάχυνση των δέκα μέτρων, στη μέγιστη ταχύτητα των δέκα μέτρων (flying start) καθώς και στην μέγιστη επιτάχυνση στα 30μ. παρατηρήθηκε μείωση του χρόνου. Σε ό,τι αφορά το τεστ ευκινησίας, υπήρξε βελτίωση του χρόνου. Στην ομάδα ελέγχου δεν παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές μεταβολές στις μεταβλητές που μετρήθηκαν.


2018 ◽  
Vol 11 (1) ◽  
pp. 41-49
Author(s):  
Per-Ludvik Kjendlie ◽  
Tommy Pedersen ◽  
Robert Stallman

Objective:Little is known about the transfer of swimming skills from flat, calm conditions to outdoor, unsteady conditions. The aim of the present study was to investigate the velocity decrement of several life-saving, self-rescue and rescue related strokes when introducing waves of different heights.Methods:Thirty-three subjects swam twelve 25m sprints each, in a randomized order, in a 3x4 (wave height x stroke) design. The wave heights were flat, medium (ca 20 cm) or large (ca 40 cm), in a specially designed wave-simulating pool. The strokes studied were front crawl, head-up crawl, back crawl and breaststroke. A subgroup swam front crawl, head-up crawl and head-up crawl with fins. A repeated measures ANOVA showed a significant effect of stroke, F(3,23)=108 (p<0.001), showing that these four strokes have different levels of performance; and wave height F(2,24)=87 (p<0.001), showing that introducing waves reduced velocity, but there was no interaction effect. The fastest stroke in flat water was not surprisingly, front crawl, followed by head-up crawl, back crawl and breaststroke. When introducing medium or large waves, the order of strokes from fastest to slowest was identical to flat-water conditions. The average velocity decrement when introducing medium and large waves was 3% and 7% respectively. For the subgroup swimming with fins, this was the fastest stroke, followed by front crawl, and head-up crawl. This order did not change when introducing waves, and the velocity decrement was 4 and 2% for medium and large waves respectively (not significantly different from other strokes).Result:The conclusion is that the rank order of strokes does not change when introducing waves and that no stroke seems to perform relatively better in unsteady water compared to flat water. Other aspects than performance and velocity should be considered when choosing strokes for swimming in waves, these are discussed in the paper.


2014 ◽  
Vol 33 (7) ◽  
pp. 696-712 ◽  
Author(s):  
Vassilios Gourgoulis ◽  
Alexia Boli ◽  
Nikolaos Aggeloussis ◽  
Panagiotis Antoniou ◽  
Argyris Toubekis ◽  
...  

Methodology ◽  
2012 ◽  
Vol 8 (1) ◽  
pp. 23-38 ◽  
Author(s):  
Manuel C. Voelkle ◽  
Patrick E. McKnight

The use of latent curve models (LCMs) has increased almost exponentially during the last decade. Oftentimes, researchers regard LCM as a “new” method to analyze change with little attention paid to the fact that the technique was originally introduced as an “alternative to standard repeated measures ANOVA and first-order auto-regressive methods” (Meredith & Tisak, 1990, p. 107). In the first part of the paper, this close relationship is reviewed, and it is demonstrated how “traditional” methods, such as the repeated measures ANOVA, and MANOVA, can be formulated as LCMs. Given that latent curve modeling is essentially a large-sample technique, compared to “traditional” finite-sample approaches, the second part of the paper addresses the question to what degree the more flexible LCMs can actually replace some of the older tests by means of a Monte-Carlo simulation. In addition, a structural equation modeling alternative to Mauchly’s (1940) test of sphericity is explored. Although “traditional” methods may be expressed as special cases of more general LCMs, we found the equivalence holds only asymptotically. For practical purposes, however, no approach always outperformed the other alternatives in terms of power and type I error, so the best method to be used depends on the situation. We provide detailed recommendations of when to use which method.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document