Εισαγωγή: Η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως. Τις τελευταίες δεκαετίες, μάλιστα, έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις, καθώς η επίπτωσή της έχει διπλασιαστεί από το 1980 έως σήμερα. Συγκεκριμένα, η επίπτωση της παχυσαρκίας στον παγκόσμιο πληθυσμό φτάνει το 13%, ενώ της υπερβαρότητας το 39%. Όσον αφορά στα παιδιά, 41 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας μικρότερης των 5 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ενώ 340 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι ηλικίας 5-19 ετών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Στην Ελλάδα το ποσοστό της παιδικής και εφηβικής υπερβαρότητας και παχυσαρκίας υπερβαίνει πλέον το 30-35%, και είναι υψηλότερο από τα αντίστοιχα ποσοστά που παρατηρούνται τόσο στην υπόλοιπη Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Επομένως, η πρόληψη και αντιμετώπιση του αυξημένου βάρους σώματος αποτελούν επιτακτική ανάγκη. Σκοπός: Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής και σωματικής δραστηριότητας στην αντιμετώπιση της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Ασθενείς και Μέθοδοι: Μελετήσαμε 2.214 παιδιά και εφήβους ηλικίας 2-18 ετών [1.016 αγόρια και 1.198 κορίτσια, με μέση ηλικία (± τυπική απόκλιση): 10,17 ± 2,98 έτη]. Κατά την αρχική εκτίμηση, αξιολογήθηκαν το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, και τα ανθρωπομετρικά δεδομένα (ύψος, βάρος, ΔΜΣ, λόγος περιμέτρου μέσης/ισχίων). Οι συμμετέχοντες στη μελέτη κατηγοριοποιήθηκαν ως παχύσαρκοι (n=1.230, 55,6%), υπέρβαροι (n=640, 28,9%) ή φυσιολογικού βάρους σώματος (n=344, 15,5%) σύμφωνα με τις καμπύλες σωματικών ανθρωπομετρικών δεδομένων του IOTF (International Obesity Task Force). Πραγματοποιήθηκε κλινική εξέταση και πλήρης αιματολογικός, βιοχημικός και ενδοκρινολογικός έλεγχος. Στη συνέχεια, τα παιδιά και οι έφηβοι εντάχθηκαν σε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής και άσκησης. Μια υποομάδα των 1.000 συμμετεχόντων αξιολογήθηκε προοδευτικά στη διάρκεια ενός έτους. Η κλινική παρακολούθηση και αξιολόγηση της συμμόρφωσης των παιδιών και εφήβων ήταν τακτική: οι παχύσαρκοι ασθενείς παρακολουθούνταν ανά μήνα, οι υπέρβαροι ανά δύο μήνες και αυτοί που είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ ανά τρεις μήνες. Ένα έτος μετά, επαναλήφθηκε ο πλήρης εργαστηριακός έλεγχος προς αξιολόγηση των αιματολογικών, βιοχημικών και ενδοκρινολογικών παραμέτρων. Η μελέτη έλαβε έγκριση από την Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Γ.Ν. Παίδων ‘η Αγία Σοφία’ και έγγραφη συγκατάθεση λήφθηκε από όλους τους γονείς. Αποτελέσματα: Κατά την αρχική αξιολόγηση των των 1.000 συμμετεχόντων, 55.8% των παιδιών και εφήβων ήταν παχύσαρκοι, 29.5% ήταν υπέρβαροι και 12.7% είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ. Οι καρδιομεταβολικοί δείκτες ήταν υψηλότεροι στους παχύσαρκους συμμετέχοντες συγκριτικά με τους υπέρβαρους και φυσιολογικού βάρους σώματος. Ένα έτος μετά την εφαρμογή των παραμβάσεων, το ποσοστό παχυσαρκίας ελαττώθηκε κατά 16.8% ενώ το ποσοστό φυσιολογικού βάρους σώματος αυξήθηκε κατά 8.2%. Οι καρδιομεταβολικοί δείκτες βελτιώθηκαν σημαντικά. Συμπεράσματα: Ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής και σωματικής δραστηριότητας έχει ιδιαίτερα σημαντικά αποτελέσματα ως προς την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία.