Εισαγωγή: Τα τελευταία χρόνια, συμβαίνουν όλο και πιο συχνά συμβάντα μαζικών καταστροφών, όπως οι μετανάστες από την Συρία (2015), τα τρομοκρατικά χτυπήματα του ISIS στις Βρυξέλλες (2016), η αιματηρή πρωτοχρονιά του (2017) της Κων/πολης, τα οποία μας δίνουν την πραγματική διάσταση του μεγέθους του προβλήματος της καταστροφής, των απωλειών της ανάγκης διαχείρισης των κρίσεων και την καλλιέργεια της γνώσης για την διαχείριση των κρίσεων.Σκοπός: Η διερεύνηση του τρόπου, των μεθόδων και του επιπέδου, με τα οποία οι επαγγελματίες υγείας εκπαιδεύονται στην εφαρμογή βασικών σχεδίων αντιμετώπισης και διαχείρισης μαζικών καταστροφών και αντιμετώπισης των κρίσεων. Επιπλέον, διερευνώνται ο ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός της ζήτησης υπηρεσιών διαχείρισης κρίσεων και ο ρόλος των διαχειριστών, προκειμένου να διατυπωθούν προτάσεις για την εκπαίδευσή τους.Μεθοδολογία: Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 1000 επαγγελματίες υγείας εκ των οποίων 281 δεν έδωσαν συγκατάθεση συμπλήρωσης και κατά συνέπεια το τελικό δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 719 επαγγελματίες υγείας Δευτεροβάθμιων και Τριτοβάθμιων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πελοποννήσου Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας. Στην πρώτη φάση της μελέτης πραγματοποιήθηκε κατασκευή νέου ερωτηματολογίου το οποίο στηρίχθηκε στην βοήθεια της Ελληνικής Εταιρείας Διαχείρισης Κρίσεων στον Τομέα Υγείας. Στη δεύτερη φάση της μελέτης, πραγματοποιήθηκαν δυο εκπαιδευτικές παρεμβάσεις: Μία εκπαιδευτική παρέμβαση στο Γενικό Νοσοκομείο Τρίπολης και μία στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου τον Μάιο του 2017 σε σύνολο 55 επαγγελματιών υγείας οι οποίες περιελάμβαναν την διανομή ειδικά διαμορφωμένου ερωτηματολογίου αξιολόγησης γνώσεων πριν και μετά την εκπαιδευτική παρέμβαση. Οι μέσες τιμές (mean), οι τυπικές αποκλίσεις (Standard Deviation=SD) και οι διάμεσοι (median) και τα ενδοτεταρτημοριακά εύρη (interquartile range) χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποσοτικών μεταβλητών. Οι απόλυτες (Ν) και οι σχετικές (%) συχνότητες χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποιοτικών μεταβλητών. Για τη σύγκριση των ποσοστών των συμμετεχόντων που απάντησαν σωστά στις ερωτήσεις γνώσεων πριν και μετά την παρέμβαση χρησιμοποιήθηκε το McNemar test. Για τη σύγκριση ποσοτικών μεταβλητών μεταξύ δυο ομάδων χρησιμοποιήθηκε το μη παραμετρικό κριτήριο Mann-Whitney. Για τον έλεγχο της σχέσης δυο ποσοτικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής συσχέτισης του Spearman (r). Η συσχέτιση θεωρείται χαμηλή όταν ο συντελεστής συσχέτισης (r) κυμαίνεται από 0,1 έως 0,3, μέτρια όταν ο συντελεστής συσχέτισης κυμαίνεται από 0,31 έως 0,5 και υψηλή όταν ο συντελεστής είναι μεγαλύτερος από 0,5. Για την διερεύνηση της δομής του ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκε “factor analysis” (Rotation Method: Varimax). Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης (linear regression analysis) με τη διαδικασία διαδοχικής ένταξης/αφαίρεσης (stepwise) χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση ανεξάρτητων παραγόντων που σχετίζονται με τις βαθμολογίες γνώσεων από την οποία προέκυψαν συντελεστές εξάρτησης (β) και τα τυπικά σφάλματά τους (standard errors=SE). Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης έγινε με τη χρήση λογαριθμικών μετασχηματισμών. Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 19.0. Αποτελέσματα: Το 76,3% των ατόμων του συνολικού δείγματος και το 70,9% του δείγματος παρέμβασης ήταν γυναίκες. Η πλειοψηφία και των δύο δειγμάτων περιείχε άτομα με 20-30 έτη προϋπηρεσίας, με τα ποσοστά να είναι 36,7% και 40,5% για το συνολικό δείγμα και το δείγμα παρέμβασης αντίστοιχα. Το ίδιο ποσοστό συμμετεχόντων (18,5%) και στα δύο δείγματα είχαν θέση ευθύνης. Ακόμα, οι περισσότεροι από τα δύο δείγματα ήταν νοσηλευτικό προσωπικό, με τα ποσοστά να είναι 65,2% και 87,0% για το συνολικό δείγμα και το δείγμα παρέμβασης αντίστοιχα. Μόνο το 7,4% των συμμετεχόντων συμμετείχε στην ομάδα του ΠΕΡΣΕΑ. Επίσης, το 35,1% των συμμετεχόντων γνώριζε τις διαδικασίες διαχείρισης ασθενών σε εξαιρετικά μολυσματικά νοσήματα. Το 9,0% γνώριζε το χρόνο και τον τρόπο ενεργοποίησης ενός σχεδίου εκτάκτου ανάγκης και το 10,0% γνώριζε πού έχει οριστεί το κέντρο επιχειρήσεων του Νοσοκομείου, σε περίπτωση μαζικής καταστροφής.Η γνώση και ενημέρωση σχετικά με την ετοιμότητα για μαζικές καταστροφές διέφερε σε πολλές περιπτώσεις ανάλογα με το φύλο των συμμετεχόντων. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκε οι νοσηλευτές να είναι πιο ενημερωμένοι από τους γιατρούς, ενώ πιο ενημερωμένοι φάνηκαν αυτοί με τα υψηλότερα χρόνια προϋπηρεσίας (p<0.05) και αυτοί οι οποίοι συμμετείχαν στην ομάδα του ΠΕΡΣΕΑ (p<0.05).Συμπεράσματα: Οι επαγγελματίες υγείας αντιμετωπίζουν έναν σημαντικό αριθμό ατυχημάτων και καταστροφών. Επίσης τα επιχειρησιακά σχέδια διαχείρισης μαζικών καταστροφών, που διαχειρίζονται οι επαγγελματίες υγείας χρησιμοποιούνται πολύ ποιο συχνά τα τελευταία χρόνια σε σχέση με παλιότερα. Η άγνοια αλλά και η ανεπαρκής γνώση των σχεδίων καθιστά δύσκολη την διαχείριση μιας ενδεχόμενης μαζικής καταστροφής. Οι ομάδες διαχείρισης κρίσεων απαιτείται να διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες. Η γνώση της διαχείρισης κρίσεων δεν είναι επαρκής σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης που απαιτείται από τις ανάγκες και πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση βελτιώνει το επίπεδο των γνώσεων και των πρακτικών των διαχειριστών κρίσεων. Απαιτείται συνεχιζόμενη εκπαίδευση και επικαιροποίηση των γνώσεων.