Η διατριβή έχει ως στόχο την απεικόνιση του επιθέτου της Νέας Ελληνικής που διδάσκεται σε αλλόγλωσσους ενήλικες μαθητές. Η παρουσίαση του επιθέτου πραγματοποιείται με γνώμονα τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά. Η στοχοθεσία είναι διπλή. Από τη μία πλευρά, με την Έρευνα Α, επιδιώκεται να παρουσιαστεί η στατική αποτύπωση της εικόνας του επιθέτου σε γραπτές παραγωγές αρχάριων, μέσων και προχωρημένων διδασκομένων της Ελληνικής. Από την άλλη πλευρά, με την Έρευνα Β, υπογραμμίζεται η δυναμική του εικόνα και η εξέλιξή του στη διαγλώσσα των εκπαιδευομένων, οι οποίοι ανήκουν σε όλα τα επίπεδα ελληνομάθειας. Η θεωρητική προσέγγιση της διατριβής στηρίζεται στη Θεωρία της Διαγλώσσας, την Ανάλυση Λαθών, το Σώμα Κειμένων Μαθητικού Λόγου και την Ποσοτική και Στατιστική Ανάλυση Λαθών. Αποτυπώνεται το γλωσσικό εξαγόμενο, η γνώση που έχουν κατακτήσει οι μαθητές, η εκμάθηση του επιθέτου και η επίδραση που έχει η διδασκαλία στην εκμάθησή του. Για τη μελέτη του υιοθετούνται στοχευμένες διδακτικές παρεμβάσεις, η Εστίαση στον Τύπο και η Διεργαστική Διδασκαλία. Αρχικά, κρίνεται απαραίτητη η παρουσίαση του επιθέτου στα Αναλυτικά Προγράμματα διδασκαλίας και στα εγχειρίδια της Ελληνικής ως Γ2. Η ανά χείρας μελέτη θέτει σε νέα βάση το επίθετο, αφού δεν κατηγοριοποιείται σύμφωνα με το γραμματικό γένος, αλλά με κριτήριο τη μορφολογία των πτώσεων, κατά το πρότυπο της Γραμματικής της Νέας Ελληνικής, Δομολειτουργικής – Επικοινωνιακής, των Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2004). Για τους ερευνητικούς σκοπούς της διδακτορικής διατριβής σχεδιάζεται και πραγματοποιείται ποσοτική έρευνα. Η συλλογή των ερευνητικών δεδομένων, που συνθέτουν τη στατική εικόνα του επιθέτου, προκύπτει μέσω της συμπλήρωσης των τεστ ελληνομάθειας και πιο συγκεκριμένα από την καταγραφή του γλωσσικού υλικού που υπάρχει σε δύο τύπους ασκήσεων, έναν ελεγχόμενο και έναν μη ελεγχόμενο. Το δείγμα αποτελούν 198 αλλόγλωσσοι μαθητές, το προφίλ των οποίων περιλαμβάνει το επίπεδο ελληνομάθειας, το φύλο, τη χώρα προέλευσης, τον αριθμό μητρώου και τη βαθμολογία τους. Η συγκέντρωση των ερευνητικών δεδομένων, που συνιστούν τη δυναμική εικόνα του επιθέτου, επιτυγχάνεται σε δύο φάσεις. Πριν από αυτές συλλέγονται ερωτηματολόγια που σχετίζονται με το προφίλ των μαθητών, που περιέχει την ηλικία, τις γλώσσες που ξέρουν, την εκπαίδευσή τους, τη γνώση των Ελληνικών, τη διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα, το κίνητρο εκμάθησης και τη σχέση τους με την Ελλάδα. Το δείγμα αποτελούν 99 ξενόγλωσσοι διδασκόμενοι. Στην πρώτη φάση συμπληρώνονται τεστ που περιλαμβάνουν δύο τύπους ασκήσεων, έναν κατευθυνόμενο και έναν μη κατευθυνόμενο. Τρεις εβδομάδες μετά, ακολουθεί η δεύτερη φάση με τρεις τρίωρες διδακτικές παρεμβάσεις και τη συμπλήρωση των ίδιων τεστ από τους ίδιους 99 μαθητές, με σκοπό την παρατήρηση και καταγραφή της εξέλιξης της επίδοσης των διδασκομένων στην κατάκτηση του υπό έρευνα φαινομένου. Αποδεικνύεται, επιβεβαιώνοντας και ευρήματα προηγούμενων ερευνών, πως και στον κατευθυνόμενο και στον μη κατευθυνόμενο τύπο άσκησης, τα περισσότερα λάθη παρατηρούνται στο γένος, μετά στον αριθμό και τέλος, στην πτώση. Πολλά είναι τα λάθη στους τύπους των επιθέτων όταν προσδιορίζουν το ουσιαστικό και όταν υπάρχει συμφωνία του υποκειμένου με το κατηγορούμενο. Τα πιο πολλά λάθη επισημειώνονται στα επίθετα τύπου μεγάλος -η -ο και στο επίθετο πολύς. Ακολουθούν τα λόγια επίθετα τύπου ασθενής -ής -ές, τα επίθετα τύπου σταχτής -ιά -ύ, τα επίθετα σε -ων -ουσα -ον, σε -ης -α -ικο, σε -εις -εισα -εν, σε -ων -ων -ον και στα άκλιτα επίθετα. Από τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της Έρευνας Α, προκύπτει μια φθίνουσα πορεία, σχεδόν, σε όλους τους τύπους λαθών, ανά επίπεδο κατάκτησης. Από τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της Έρευνας Β παρουσιάζεται, ξανά, μια φθίνουσα πορεία σε όλους τους λανθασμένους τύπους, ανά επίπεδο κατάκτησης και μάλιστα αναδεικνύεται, μεταξύ του γλωσσικού υλικού της πρώτης και της δεύτερης φάσης, η σαφώς βελτιωμένη εικόνα της απόδοσης των μαθητών στις μορφολογικές δέσμες του επιθέτου συνολικά αλλά και ανά επίπεδο. Για τον έλεγχο στατιστικά σημαντικών διαφορών στις επιδόσεις των δύο τύπων ασκήσεων χρησιμοποιείται ο έλεγχος T-Test για ζεύγη δειγμάτων και το στατιστικό τεστ Chi-Square Test.